περί ευαλωτότητας

Εδώ και κάποιους μήνες συγκατοικώ με την κοπέλα μου. Τρομερή περιπέτεια και τρομερά τυχερός που τη ζω με αυτό το πρόσωπο, που κάνει τα εύκολα μοναδικά και τα δύσκολα βατά. Μέσα όμως σε αυτήν τη νέα συνθήκη που ζω, έρχομαι αντιμέτωπος όλο και πιο συχνά με το ότι αν και 40 χρονών, δεν έχω αναπτύξει μια βασική δεξιότητα: να μπορώ να είμαι «οκ» με το ότι πολλές φορές δεν είμαι οκ.

Όταν ζούσα μόνος μου, μπορούσα να κλείσω την πόρτα στον κόσμο, να βουλιάξω ψυχή και σώμα σ’ αυτήν τη συνθήκη, μέχρι να μου περάσει και πλέον να είμαι εντάξει για να ξαναβγώ έξω, ανανεωμένος, έτοιμος, αναλοίωτος, ανάλατος. Τώρα αυτή η πόρτα δεν υπάρχει. Ο άνθρωπος ο οποίος ασκεί τη μεγαλύτερη δύναμη πάνω μου, βρίσκεται μαζί μου, πίσω από την ίδια πόρτα, μέσα στο ίδιο μου το σπίτι.

Επομένως, δε μπορώ να κρυφτώ όπως παλιά. Όταν δε μ’ έβλεπε κανείς άλλος άνθρωπος στις μεγάλες μαυρίλες μου, να πνίγομαι σε μια κουταλιά νερό, να βουλιάζω στα ίδια μου τα σκατά. Όταν δηλαδή δε μ’ αντέχω, δε με χωράει ο τόπος και τρώγομαι με τα ρούχα μου και το μόνο που αντέχω είναι να βλέπω σειρές όλη μέρα και να κυκλοφορώ ημιζωντανός στο σπίτι μου. Και όταν λέω κρύβω δεν εννοώ δε μοιράζομαι. Υπάρχουν συζητήσεις, υπάρχει αυτό το «ρε παιδιά δεν είμαι καλά, τι στο καλό», υπάρχει η φιλική αγκαλιά και το νοιάξιμο. Δεν υπάρχει όμως αυτή η αίσθηση της έκθεσης, γιατί το μοίρασμα είναι συγκεκριμένο και κατά κάποιον τρόπο υπό τον έλεγχο μου. Δεν πνίγομαι. Ζητάω “ψύχραιμα” βοήθεια.

Σκέφτομαι ότι με αυτόν τον τρόπο γίνομαι ελεγχόμενα ευάλωτος, άρα τελικά μόνο κατ’ επίφαση ευάλωτος. Δηλώνω το πρόβλημα και θαρραλέα αντιμετωπίζω τον «εχθρό» μου, με τη βοήθεια των συμμάχων μου. Δε γίνομαι σμπαράλια στα πόδια τους. Θρυμματισμένος σε κομματάκια, να χρειάζομαι οπωσδήποτε τη βοήθεια άλλων, για να συνεχίσω να αναπνέω και να υπάρχω. Και έτσι ακόμα πιο σημαντικά, δεν παραδίνομαι στην κατάσταση μου. Συνεχίζω να προσπαθώ να την ελέγξω, να την κρατάω σφιχτά ανάμεσα στα δόντια μου, λες και αν την αφήσω θα ήταν η σειρά της και αυτή δε θα με δάγκωνε απλά, αλλά θα μ’ έκανε μια χαψιά. 

Και όλο αυτό μου προκαλεί ένα τεράστιο σφίξιμο στο στομάχι, ένα βάρος που με τραβάει προς τα κάτω και με αλυσοδένει. Γιατί υπάρχει ένα τεράστιο πρέπει, που φωλιάζει μέσα στον φόβο μου, που φυτρώνει μέσα από τη μονοκαλλιέργεια του τρόπου που αντιμετωπίζω τα δύσκολα που μου βάζει ο εαυτός μου. Μόνος μου.

Και ενώ είμαι ένας άνθρωπος που μοιράζεται τα εσώψυχα του (και μόνο η ύπαρξη αυτού του μπλογκ κάτι μαρτυρά), είμαι ένας άνθρωπος που το κάνει από μια θέση ελέγχου και ισχύος (και πάλι η ύπαρξη αυτού του μπλογκ θα έπρεπε να λέει κάτι). Αυτό νομίζω είναι μια τεράστια διαφορά. Δεν υπάρχει παράδοση, υπάρχει έλεγχος και σφίξιμο. Δεν υπάρχει συναίσθημα και εμπιστοσύνη, υπάρχει στρες και υπερβολική σκέψη. Μια σκέψη που κινείται προς κάθε κατεύθυνση, πανικοβλημένη, προσπαθώντας να βρει την έξοδο. Μόνη της.

Πολλές φορές τις σκέφτομαι αυτές τις στιγμές σαν να είμαι παγιδευμένος μέσα σε ένα πηγάδι και προσπαθώ να ανέβω στο φως, σκίζοντας τα δάχτυλα μου στους υγρούς αρμούς της πέτρας. Μόνος μου. Όχι ευάλωτος. Εξίσου πονεμένος όμως. Αλλά μόνος. Και άρα τρομοκρατημένος. Γιατί σε μια τέτοια συνθήκη, οι υπόλοιποι είναι όλοι εν δυνάμει εχθροί. Εκεί, μόνο ως κριτές και άρα για να σε σπρώξουν βαθύτερα στο πηγάδι. Και έτσι μένω μόνος μου, πασχίζοντας να μη δείξω τον πανικό μου, αλλά να χαμογελάω, ψεύτικα και παγωμένα. Κλειδαμπαρωμένος μέσα στην πανοπλία μου.

Τώρα όμως δεν έχω επιλογή, δεν υπάρχει πόρτα να κλείσω. Ή θα αφήσω αυτές τις μορφές του εαυτού μου να εκφραστούν, να δείξουν το πραγματικό τους πρόσωπο στον άνθρωπό μου ή θα τις θάψω μέσα μου, να εκολαψουν κι άλλες σκιές, καταπιέσεις, φόβους και μοναξιές.

Υπάρχει κάτι τρομερά όμορφο και απελευθερωτικό σ’ αυτό μαζί. Αυτό το μαζί, μου φαίνεται ό,τι πιο κοντά στον φεμινισμό, ως πολιτικό λόγο και πρακτική, μπορώ για την ώρα εγώ να καταλάβω και να αισθανθώ. Δίνει χώρο στους πραγματικούς μας εαυτούς, όχι στα φτιασίδια μας, αλλά σε ό,τι κουβαλάμε, σε όλα όσα είμαστε, γιατί δεν είμαστε ένα πράγμα είμαστε πολλά μαζί. Δίνει χώρο στη συνύπαρξη, στη συνεύρεση, στο χαμόγελο του «σε βλέπω», του «είμαστε ίδια», του «θα την παλέψουμε καλύτερα όταν προχωράμε παρέα, μαζί»1. Δίνει χώρο, κυκλικό, ανοιχτό προς όλες τις κατευθύνσεις, όχι χώρο μονοδιάστατο, με μία είσοδο, ένα βέλος, μία έξοδο.

Μήπως αυτό δεν είναι εκείνο που έχει επιβάλει η θέσφατη ετεροκανονικότητα, την απουσία άλλων επιλογών;

Την ώρα που τις γράφω αυτές τις γραμμές περνάνε όλα τα αρσενικά της ζωής μου μπροστά από τα μάτια μου. Σαν να τους βλέπω να χαμογελάνε κι αυτοί παγωμένα, σε μια υπερπροσπάθεια μην και φανεί πόσο έτοιμο να καταρρεύσει είναι το κατασκεύασμά τους. Τζέγκα αρρενωπότητας. Σαν να περπατάμε όλοι σε τεντωμένο σχοινί, και το παιχνίδι δεν είναι επιβίωσης αλλά παιχνίδι εικόνας. Δείξε ψύχραιμος. Δείξε συγκρατημένος. Δείξε ανεπηρέαστος. Μπορεί και να πεθαίνεις αλλά δεν έχει σημασία.

Πως στην ευχή μπορεί κάποιος να πνίγεται ελεγχόμενα;

1 Όπως λέει και η Sophie K. Rosa στο βιβλίο της Radical Intimacy, «για να μπορέσουμε να γιατρευτούμε, για να μπορέσει ο αγώνας για ελευθερία να γίνει εφικτός, πρέπει να δούμε τους εαυτούς μας και τους/τις άλλες/ους ως όντα που πονάνε και που προκαλούν πόνο, ως όντα που τους έχει γίνει κακό και που μπορούν να κάνουν κακό, ως υπάρξεις που τις χαρακτηρίζει η ρευστότητα: με τη δυνατότητα πάντα να είμαστε αλλιώς.

Γλυκά πρότυπα αρρενωπότητας

«Είσαι γλυκούλης,» μου λέει και το αρσενικό μέσα μου χλιμιντρίζει παρεξηγημένο.

Είναι τόσο αποκαλυπτική εμπειρία όταν παρατηρώ τον εαυτό μου ως εξωτερικός παρατηρητής. Όταν τον βλέπω να κλωτσάει με πράγματα και δε μπορώ να αντιληφθώ ακριβώς γιατί. Όταν υπάρχει μεγάλη απόσταση ανάμεσα στον συνειδητό εαυτό μου (εκείνον που μπορεί δηλαδή να συνδέσει την εμπειρία με τη σκέψη) και τον άλλον που ελλοχεύει στα σκοτάδια και γίνεται αντιληπτός μέσα από βίαιες αντιδράσεις. Βίαιες αντιδράσεις, όχι πρωτίστως προς άλλους/ες/α, αλλά προς τον εαυτό μου. Αντιδράσεις που με τσακίζουν, μου βάζουν τρικλωποδιές και με κάνουν να χάνω τον βηματισμό μου, με καταπιέζουν και με απομακρύνουν από την εμπειρία που ζω εκείνη τη στιγμή. Και οι άνθρωποι γύρω μου γίνονται αποδέκτες αυτής της απώλειας ελέγχου, που εκφράζεται ως υπερευαισθησία, ως ακατανόητη και άνιση αντίδραση.

«Είσαι γλυκούλης,» μου λέει και ‘γω αντί να χαμογελάω και να αποδεχτώ τη φιλοφρόνηση της, ανησυχώ και φοβάμαι.

Ανησυχώ για μια ταμπέλα που με απομακρίνει από την εικόνα του άτρωτου, γοητευτικού, δυνατού αρσενικού. Φοβάμαι ότι η κοπέλα που γουστάρω θα επιλέξει να με βάλει στην κούτα με τα αρκουδάκια της και όχι στην κούτα με τους δονητές της. Σφίγγομαι στη σκέψη ότι θα σταματήσει να με βλέπει ως τον επιβήτορά της και θα με βλέπει μονάχα ως το σπίτι της.

Δεν είναι η λέξη «σπίτι» που με στριμώχνει. Όχι. Αυτή η λέξη έχει μια ζεστασιά, μια θαλπωρή, μια αποδοχή που μόνο με θετικούς συνειρμούς ταιριάζει. Χθες, πχ. είχα μια συζήτηση, στο πλαίσιο συνάντησης για ζητήματα κατοικίας και για το πως οι λέξεις που χρησιμοποιούμε προσδίδουν (ή αφαιρούν) αξία στα πράγματα. Έτσι το σπίτι μας δεν είναι μόνο η στέγη πάνω από τα κεφάλια μας αλλά και ο χώρος στον οποίο μπορούμε να είμαστε απόλυτα ο εαυτός μας και το μέρος στο οποίο έχουμε έντονα την αίσθηση του ανήκειν.

Η λέξη «μονάχα» είναι εκείνη που καταλαβαίνω ότι σηματοδοτεί την κλωτσιά, το άγχος και την ανησυχία, που βγαίνει σε χλιμίντρισμα και σε ανάγκη αντίδρασης. Είναι ο φόβος ότι αν μπω κάτω από την ταμπέλα «γλυκούλης» θα σταματήσω να είμαι κάτω από την ταμπέλα «καύλα» και «με τρελαίνεις» και «τα χάνω με την πάρτη σου». Σαν το ένα μονοπάτι να ακυρώνει αυτοστιγμή το άλλο και να μην υπάρχει περιθώριο συνύπαρξης. Και το επόμενο βήμα είναι να προσπαθήσω να καταλάβω γιατί υπάρχει αυτός ο τόσο έντονος διαχωρισμός, αυτό το ξύλο απελέκυτο, άσπρο/μαύρο πατριαρχικό αποτύπωμα που επιτάσσει: ή γαμιάς ή σύντροφος, ή αδάμαστος ή μαντρωμένος, ή αγέρωχος ή γλυκούλης, ή γοητευτικός ή οικείος και ζεστός;

Και καταλαβαίνω ότι η λογική μου δε μπορεί να δώσει τις απαντήσεις που αναζητώ. Ότι ο εκ λογικευμένος μου εαυτός δε μπορεί να φτάσει τόσο βαθιά. Σαν να πρέπει να διαβώ πολλαπλά πέπλα ακατανόμαστων συναισθημάτων και κάθε φορά να πρέπει να αφήσω πίσω κομμάτι του συνειδητού μου εαυτού. Πολύ γαμημένο δύσκολο ταξίδι, γιατί η ανάσα μου διαπιστώνω ότι δεν αρκεί για να φτάσω τόσο βαθιά. Τουλάχιστον όχι ακόμα. Επομένως, παφλάζω στην επιφάνεια και προσπαθώ να καταλάβω τα σχήματα στον βυθό μέσα από τις διαθλάσεις που καταφέρνουν να ανέλθουν ως εμένα.

Όπως και στα προηγούμενα κείμενα που έχω γράψει αυτό που νομίζω ότι μπορεί να με βοηθήσει να καταλάβω τα σχήματα στον βυθό είναι η μέχρι τώρα ιστορία μου και εμπειρία μου. Και θα ξεκινήσω να ξετυλίγω το κουβάρι από τα πρότυπα αρρενωπότητας που με μεγάλωσαν. Ήταν καθόλου τρυφερά; Σε ποιο πλαίσιο ήταν αποδεχτό να τα αποκαλέσεις «γλυκά» χωρίς να αφαιρέσεις φτερά αρρενωπότητας; Μπορούσαν να είναι ευάλωτα; Ήταν γοητευτικά όταν δεν ήταν αγέρωχα, μυστήρια, με την αίσθηση ότι ποτέ δεν ξέρεις τι σου ξημερώνει;

Από αυτήν την παράθεση διαπιστώνω ότι περισσότερο με διαμόρφωσαν τα στερεότυπα αρρενωπότητας της κοινωνίας παρά το πρότυπο του πατέρα μου. Σαν η εικόνα του να μη μπορούσε να ανταγωνιστεί σε κανέναν βαθμό όλες τις ιστορίες που έφαγα με το κουτάλι από μικρός. Πως θα μπορούσε άλλωστε να γίνει πιο ορατός και φωτεινός από τους χιλιάδες ήρωες που γοήτευαν τα πλήθη και με οδηγούσαν σε χίλιες και μία περιπέτειες.

Ήρωες που μόνοι τους έπεφταν και μόνοι τους σηκώνονταν. Πρωταγωνιστές, που δεν είχαν ανάγκη κανέναν, παρά μόνο για να επιβεβαιωθεί ο πρωταγωνιστικός τους ρόλος. Αρσενικά που σε κανένα επίπεδο δε θα υπήρχε ο χαρακτηρισμός «γλυκούλη» δίπλα τους, αλλά «περιπετειώδη», «θαρραλέα», «μυστήρια», άντε και λίγο «ανώριμα», με μια δόση αρχηγικού «νοιαξίματος». Σε καμία περίπτωση δεν τους ήθελαν γιατί ήταν γλυκούληδες. Το γλυκούλης άνηκε περισσότερο σε κωμικές καταστάσεις, αρκετά απομακρυσμένες έως απολύτως αποστειρωμένες από κάθε αίσθηση ηρωισμού, ερωτισμού και πάθους. Σε οικόσιτα αρσενικά δηλαδή και όχι καβαλάρηδες του ονείρου, σε πρωταγωνιστές που ήταν γκαφατζίδικα θύματα της καθημερινότητάς τους και όχι παρορμητικοί γητευτές της ζωής.

Αναζητώντας περισσότερες πληροφορίες για τις αναπαραστάσεις της αρρενωπότητας μέσα από δημοφιλείς ταινίες βρήκα μια μελέτη του 2009 από την Brittney Linn Hibbeller που μελετά τις ταινίες της Disney από το 1930 έως το 2007 (διαθέσιμη εδώ). Έχει ορισμένα σημεία που με βοήθησαν να καθαρίσω κι άλλο τη σκέψη μου ή αν θέλετε να της προσδώσουν και λίγο επιστημονικότητα. Αντιγράφω (και μεταφράζω) κάποια εδώ με την ελπίδα να βοηθήσουν κι άλλους/ες/α:

  • Η θεωρία της κοινωνικής μάθησης υποστηρίζει ότι το άτομο αντιγράφει τη συμπεριφορά του από τα πρότυπα που είναι διαθέσιμα (και επιστρέφω στη σκέψη λίγο παραπάνω, ποια ήταν τα διαθέσιμα πρότυπα αρρενωπότητας σε μένα;)
  • Παιδιά ηλικίας 8 με 12 αρχίζουν να παρακολουθούν περιεχόμενο για να αποκομίσουν πληροφορίες για τον πραγματικό κόσμο. Καθώς τα ζητήματα φύλου είναι κυρίαρχη θεματική στις ταινίες του Disney, τα παιδιά σε αυτή την ηλικιακή ομάδα, ενδέχεται να βλέπουν ταινίες του Disney για να βρουν πληροφορίες σχετικά με τη «σωστή» συμπεριφορά των φύλων (είμαι σίγουρος γι’ αυτό, ακόμα θυμάμαι την ερωτική διάθεση που ένοιωθα βλέποντας σκηνές τρυφερότητας σ’ αυτές τις ταινίες και να υπάρχει κάπως ένα αποτύπωμα ζήλειας στην εμπειρία μου, ένα έντονο «θέλω» που εκείνη τη στιγμή μόνο εξ αντανακλάσεως μπορούσα να ζήσω. Η ίδια πηγή μιλάει για τη μεγάλη σημασία του μιμητισμού και της ταύτισης στη διαδικασία δημιουργίας προτύπων/στερεοτύπων).
  • Καθώς βλέπουν ταινίες της Disney, τα παιδιά καταλαβαίνουν ότι ορισμένοι χαρακτήρες επιβραβέυονται για τη συμπεριφορά τους και ότι άλλοι τιμωρούνται. Όταν ένας χαρακτήρας επιβραβεύεται για τη συμπεριφορά του, το παιδί πιθανότατα θα επιλέξει να εκτελέσει μια παρόμοια συμπεριφορά ώστε να τύχει επιβράβευσης, εάν ωστόσο ένας χαρακτήρας τιμωρηθεί για τη συμπεριφορά του, τότε το παιδί πιθανόν να αποφύγει να αντιγράψει αυτήν τη συμπεριφορά.
  • Οι κεντρικοί χαρακτήρες στις ταινίες του Disney, που συνήθως έχουν ηρωική υπόσταση, είναι πολύ πιο πιθανόν να αποτελέσουν πρότυπα για τα παιδιά, καθώς συμβάντα ή χαρακτήρες που «αποτιμώνται θετικά» είναι πολύ πιο πιθανόν να αποτελέσουν πρότυπο από συμβάντα που αποτιμώνται αρνητικά. Ακόμα και αφού ολοκληρώσουν επιθετικές δράσεις, οι καλοί χαρακτήρες φαίνεται να επιβραβεύονται με την αγάπη μιας γυναίκας ή των θαυμασμό των άλλων. Κάτι που στέλνει το μήνυμα ότι ακόμα και αν χρειαστεί να γίνεις επιθετικός για να πετύχεις τους στόχους σου, τελικά θα επιβραβευτείς (ποια είναι η επιβράβευση που εγώ κατέγραφα μικρός; η πιο μειλίχια υπόσταση του πατέρα μου επιβραβευόταν κάπως στα μάτια μου; αισθάνομαι ότι περισσότερο πρότυπο αρρενωπότητας υπήρξε ένας από τους φίλους μου στο δημοτικό, που του αποδίδαμε αρχηγικά χαρακτηριστικά και ιδιότητες, παρά ο πατέρας μου – εκείνον μπορώ να πω ότι τον θαύμαζα και τον ζήλευα, ήθελα να είμαι στη θέση του, όχι τον πατέρα μου).

Από όλα τα παραπάνω μου ρίχνουν μεγάλο χαστούκι ένα-δύο βασικά πράγματα.

Ένα, ότι ο πατέρας μου μάλλον δεν αποτέλεσε ισχυρό πρότυπο αρρενωπότητας για μένα. Μου είναι πολύ δύσκολο να τον διαβάσω μέσα μου. Να τον βρω. Περισσότερο γίνεται αντιληπτός ως σκιά στη ζωή μου. Όχι δηλαδή ως κάτι χειροπιαστό με το οποίο μπορώ να αλληλεπιδράσω αλλά ως κάτι που υπονοείται, που είναι παρών/απών, ανάμεσα στις λέξεις και στις εμπειρίες, όχι μέσα σ’ αυτές. Επομένως, αν δεν ήταν αυτός πρότυπο αρρενωπότητας ποιος/οι ήταν; Και μου είναι αρκετά τρομακτικό να διαπιστώνω ότι με διαμόρφωσαν όλα όσα δέχτηκα μικρός ως παθητικός δέκτης.

Δύο, ότι έχω σίγουρα και ‘γω μεγάλα φορτία αρρενωπότητας, τόσα που κάνουν μια λέξη όπως το «γλυκούλης» απειλή για την ταυτότητά μου και στη σχέση μου με την κοπέλα μου. Πόσο επιφανειακή τελικά μπορεί να είναι η αρρενωπότητά μου αν τρεμοπαίζει τόσο εύκολα; Τελικά υφίσταται ή μήπως είναι ένα φτιασίδι που λίγο αν κοιτάξεις περισσότερο αρχίζει να δείχνει το πόσο ετοιμόροπο είναι; Διαπιστώνω ότι το «γλυκός» το αντιλαμβάνομαι σαν έναν εύκολο, προμασημένο χαρακτηρισμό, κάτι δηλαδή που δεν αξίζω, που δεν έχω κατακτήσει, που δε μου επιτρέπει στην τελική να τον αγκαλιάσω, να τον ευχαριστηθώ και να τον ζήσω. Αυτή η αίσθηση έρχεται σε απόλυτη αντιδιαστολή με την φτερωτή, περιπετειώδη αρρενωπότητα, που λαμβάνει αναγνώριση και θαυμασμό όταν καταφέρει κάτι, βγει νικήτρια από μία περιπέτεια, αποδείξει την ικανότητά της.

Δεν ξέρω αν καταλήγω κάπου μέσα από αυτό το παραλλήρημα. Βρίσκομαι κάπου μεσοπέλαγα ανάμεσα στη διάθεση μου να πω ότι είναι εύκολο να φτιάξω τα δικά μου πρότυπα αρρενωπότητας (να την η αρρενωτίποτα!) και τη δύναμη της ματιάς της, που περνάει μέσα από την ανάγκη επιβεβαίωσής μου και φτάνει στα πιο βαθιά φυτεμένα μου στερεότυπα, από τα οποία τόσο δύσκολα μπορώ να απαγκιστρωθώ.

#thelamemale #arrenotipota #MeTooGR

Νερράτζι

ΥΓ. Φοβάμαι πως η ταχύτητα με την οποία γράφω και σκέφτομαι γύρω από τόσο πολύπλοκα θέματα καταλήγουν σε απλουστεύσεις. Το θέμα των προτύπων αρρενωπότητας που ξεκίνησα να ξετυλίγω εδώ είναι τεράστιο και έχει αποτελέσει αντικείμενο πολλών ερευνών. Εγώ το μόνο που καταφέρνω να κάνω είναι κάπως να αναδείξω ότι υπάρχει και να του κλείσω το μάτι.

Στην προσπάθειά μου να καταγράψω τις σκέψεις και τις αισθήσεις μου διέτρεξα κάποιες πηγές επίσης γρήγορα. Παραθέτω εδώ αυτά που μου έκαναν περισσότερο εντύπωση:

Από τα «Gender Stereotypes in Hollywood Movies and Their Evolution over Time: Insights from Network Analysis», των A.Μ Kumar, J. Goh, T. Tan και C. Siew (Big Data Cogn. Comput, 2022, διαθέσιμο εδώ) και «Masculinity in Children’s Film: The Academy Award Winners», της N. Kauklija (Bachelor Thesis στο πανεπιστήμιο Linneaus, 2018, διαθέσιμο εδώ):

Στην ανθολογία τους «Exploring Masculinities: Identity, Inequality, Continuity and Change» οι Pascoe και Bridges σημειώνουν πως οι αλλαγές στο τι σημαίνει η αρρενωπότητα (δηλαδή, τι σημαίνει να είναι κανείς «άνδρας»), συνήθως ακολουθούν, δεν προπορεύονται των αλλαγών στη σημασία της θηλυκότητας. Επιπλέον, τονίζουν ότι οι άνδρες είναι πιο πιθανόν να γίνονται αντιληπτοί ως εκείνοι που είναι λιγότερο πιθανόν να προκαλέσουν αλλαγές στις έμφυλες σχέσεις καθώς είναι η κοινωνική ομάδα που βρίσκεται σε θέση εξουσίας. Επομένως ιστορικά, οι ορισμοί της αρρενωπότητας λειτουργούν αντιδραστικά στις τροποποιήσεις των ορισμών της θηλυκότητας.

Σύμφωνα με τον Kimmel, ο ανδρισμός επιτυχάνεται μέσα από πολιτισμικά σύμβολα και την καθυπόταξη των γυναικών. Η επίτευξη του ανδρισμού είναι μια ακατάπαυστη δοκιμασία. Η αποτυχία να ενσαρκώσεις, επιβεβαιώσεις ή φτάσεις τον ανδρισμό είναι πηγή σύγχυσης και πόνου για τους άνδρες. Στη συζήτησή του για τα αγόρια, ο Kimmel υποστηρίζει ότι η πίεση να ζήσουν σύμφωνα με έναν «κώδικα ανδρισμού» αναγκάζουν πολλά παιδιά να καταπνίξουν πολλά συναισθήματα που θεωρούνται ευνουχιστικά, όπως εκείνα της ευαλωτότητας, της αλληλοεξάρτησης και της συμπόνιας, ενώ καλλιεργούν μια υπερβολικά αρρενωπή, ασυναίσθητη, στάση ζωής.

«Μαμά, είμαι έτοιμος να κάνω σεξ;»

Από την πρώτη στιγμή που ξεκίνησα αυτό το blog είχα στο μυαλό μου δύο θέματα για τα οποία ήθελα πολύ να γράψω αλλά αισθανόμουν ανέτοιμος να το κάνω. Βλέπετε, βρίσκονται πολύ κοντά στον πυρήνα της ανασφάλειας μου ως ετερο-αρσενικό. Φοβόμουν επομένως ότι θα εκτεθώ παραπάνω απ’ όσο αντέχω, ακόμα και μέσα στην ασφάλεια που μου παρέχει η ανωνυμία. Αυτός ο γαμημένος πέλεκυς που κρέμεται πάνω από το κεφάλι μου: «τι θα πει ο κόσμος για μένα;» «θα με βρει μαλθακό μαλάκα;» «θα με νομίζει για αποτυχημένο, απογοητευτικό, κοινό θνητό;» «θα γελάσει με την κατάντια μου και με τα μικροβάσανα μου, απαξιώνοντας αυτά και ‘μένα τελείως;»

Γράφοντας όμως έναν χρόνο και κάτι λίγους μήνες μέσα εδώ, εγκαθιδρύεται όλο και περισσότερο η αίσθηση ότι όσα γράφω δεν είναι αποκλειστικά δικό μου βίωμα, αλλά  ένα βίωμα κοινό για τα περισσότερά μας. Κι αυτό απελευθερώνει μια ενέργεια χαλαρή και αυτοερωτική. Εκείνη που εκφράζεται με το ανασήκωμα των ώμων, ένα χαμόγελο και τη σκέψη «δε με νοιάζει – ας σκεφτεί ο κόσμος ότι θέλει». Στην ενέργεια αυτή, του χαμόγελου και της ελευθερίας, δίνει ακόμα περισσότερη φόρα ένα ήλεκτρο που μπήκε πρόσφατα στη ζωή μου.

Κι έτσι βρίσκομαι σε μια συνθήκη που μου επιτρέπει να ανοίξω δημόσια τους πιο ενδόμυχους φόβους μου, με την ελπίδα ότι αυτό θα με οδηγήσει ακόμα βαθύτερα, γιατί όχι και στους επόμενους φόβους, που τώρα κάπου κουρνιάζουν στο σκοτάδι.

Συγχωρέστε με που μακρυγορώ πριν μπω στην ουσία. Σαν να κάνω διατάσεις δείτε το. Σαν να ζεσταίνονται τα δάχτυλα που χτυπάνε το πληκτρολόγιο, το σώμα που αναζητά την αίσθηση και το μυαλό που πλάθει σκέψεις με λέξεις. Να ορίστε, ξεκινάω:

Ποτέ δε θεωρούσα ότι είχα ιδιαίτερη επιτυχία με το άλλο φύλο. Άργησα πολύ (κάποιοι/ες/α θα πουν στοργικά «πήρες τον χρόνο σου») να πάρω μπρος, να αισθανθώ ότι ξέρω τι θέλω και έχω βρει τρόπους να το διεκδικώ χωρίς να παραβιάζω τον εαυτό μου. Είμαι στα 39 και για να πω την αλήθεια νομίζω ότι κατάφερα να προσεγγίσω τον δικό μου τρόπο ερωτικής συσχέτισης με το άλλο φύλο μόλις τα τελευταία 5 χρόνια. Μέχρι τότε, περισσότερο με οδηγούσε η ανάγκη του να είμαι ερωτικά ενεργός, τελεία και παύλα. Να μην είμαι μόνος μου δηλαδή, να μην είμαι μαγκούρης και ανέραστος. Να αποφύγω δηλαδή αυτήν την πολύ σκληρή εικόνα για τον εαυτό μου, που δεν είναι επιθυμητός, δεν είναι γοητευτικός, δεν είναι πετυχημένος.

Θυμάμαι σα χτες ακόμα την τεράστια πίεση που αισθανόμουν όντας ακόμα χωρίς καμία σεξουαλική εμπειρία στα 20 μου. Μ’ έτρωγε από μέσα προς τα έξω αυτή η συνθήκη. Προσπαθούσα να καταλάβω τι μου συμβαίνει, τι κάνω και δε μπορώ να ζήσω αυτό που έβλεπα τους φίλους μου να ζουν με πόδια και χέρια, τόσο απελευθερωμένα. Όπως όταν είσαι καλεσμένος σε πάρτυ αλλά παραμένεις ανήμπορος να συμμετάσχεις και κάθεσαι και το κοιτάς από μακριά, απ’ έξω, και σιγά σιγά γίνεσαι αόρατος στους άλλους και τις άλλες και βυθίζεσαι όλο και περισσότερο στην αίσθηση μοναξιάς σου. Βρίσκεσαι μόνος με ‘σένα και τρως τα ρούχα σου περιτριγυρισμένος από αιώνια λες γιατί που γρονθοκοπανάνε τα πάντα μέσα σου.

Τώρα μπορώ και χαμογελάω με όλα αυτά, γιατί ξέρω ότι αυτά με κάνανε αυτό που είμαι και είμαι κάτι το ωραίο. Τότε όμως τα αισθανόμουν βαθύτατα υπαρξιακά, να αμφισβητούν την ίδια μου την ύπαρξη. Θυμάμαι έναν καλό μου φίλο να με ρωτάει με νοιάξιμο και αγάπη, «ρε συ, τι στο καλό σου συμβαίνει, μήπως τον έχεις μικρό και φοβάσαι;» και ‘γω να μένω παγωτό και να ανοίγω έναν ακόμα κυκεώνα αυτοαμφισβήτησης και ανησυχίας.

Θυμάμαι σα χτες την τεράστια προσπάθεια μου να προσεγγίσω ερωτικά την κοπέλα που αποφάσισα ότι θα μπορούσε να είναι η πρώτη μου. Ήμουν τόσο μα τόσο μπλοκαρισμένος. Ήμασταν στον δοξασμένο Αρμενιστή Χαλκιδικής, όπου πάντα ξεκινούσε το καλοκαίρι μας μετά την εξεταστική. Η κοπέλα ήταν αυτή που έκανε την πρώτη κίνηση. Κι εγώ να μη μπορώ. Κυριολεκτικά να κουλουριάζομαι στην παραλία και να γίνομαι μωρό στα πόδια της. Παρά την τεράστια ανάγκη μου να ξεμπλοκάρω αυτό το κομμάτι του εαυτού μου, αυτό που με συγκρατούσε ήταν πιο δυνατό και μ’ έκανε μια ευάλωτη, μαλθακή, ανίκανη μπαλίτσα.

Αν προσπαθήσω να ψάξω την πηγή όλων αυτών των συναισθημάτων, ο δρόμος που φωτίζεται οδηγεί στη μάνα μου. Στην τεράστια στοργή και αγάπη που μου έδωσε, αλλά μέσα στο κουκούλι που μου πρόσφερε αδυνατούσα να βρω τον εαυτό μου. Πέρα από γιος της δεν ήμουν κάτι άλλο. Και αν δεν ήμουν κάτι άλλο, πως στην ευχή θα είχα τη σιγουριά για το τι θέλω, πως το θέλω, αν το θέλω. «Μαμά, είμαι έτοιμος να κάνω σεξ;»

Μου πήρε πολύ καιρό να αισθανθώ άνετα με αυτό το κομμάτι μου. Για να τα καταφέρω χρειάστηκε να βγω από ένα ακόμα κουκούλι, πέρα από ‘κείνο της μάνας μου. Εκείνο, μέσα από το οποίο αισθανόμουν τον εαυτό μου αποκλειστικά και μόνο ως άνθρωπο των μεγάλων σχέσεων. Ήταν ο τρόπος μέσα από τον οποίο ήξερα πως να συσχετιστώ ερωτικά με το άλλο φύλο. Ήταν εκείνο που μου έδινε σιγουριά, σε ένα κατά τ’ άλλα ιδιαίτερα αφιλόξενο και επικίνδυνο σύμπαν. Μέσα από τις σχέσεις μου, έπαιρνα την ερωτική επιβεβαίωση που τόσο είχα ανάγκη, δεν ήμουν μόνος μου, ήμουν συμμέτοχος και ενεργός, άρα ζωντανός, άρα ορατός, άρα ήσυχος.

Ήμουν όμως; Μάλλον περισσότερο ανήσυχος θα έλεγα ότι ήμουν. Σαν κάτι να έκρυβα ή καλύτερα σαν να κρυβόμουν από τον ίδιο μου τον εαυτό. Πηγή η ίδια εκείνη αμφιβολία και ανησυχία ότι σε αυτή μου την αλληλεπίδραση με τις γυναίκες δεν είμαι απελευθερωμένος πραγματικά, δεν είμαι πραγματικά εγώ, αλλά μπαίνω σε ένα κουτάκι, γιατί μόνο έτσι μπορώ να υπηρετήσω αυτή μου την ανάγκη. Και η αμφιβολία αυτή έσκαγε με μια νέα μορφή, όχι πια μέσα από τη ρετσινιά του παρθένου αλλά μέσα από την ανησυχία ότι έχω πάει με λίγες (θυμάμαι πριν λίγα χρόνια, μια φίλη κοπέλας που γούσταρα να με ρωτάει απροκάλυπτα «με πόσες έχεις παει;» κι εγώ να της απαντάω παγωμένα, λες και κρεμότανε η ίδια μου η ύπαρξη από αυτό: «μονοψήφιο είναι το νούμερο» – ξεκάθαρα βλαμμένη η τύπισσα, αλλά ξεκάθαρα χαμένος κι εγώ που δεν το είδα πιο ανάλαφρα).

Αναγνωρίζω ότι αυτή η προσέγγιση της σεξουαλικής ζωής μου είναι μονοδιάστατη, απλουστευτική, απολύτως ορθόδοξα πατριαρχική, αλλά ήταν και είναι κομμάτι μου. Ήταν ένας τεράστιος φόβος μου ότι αν καταλήξω να έχω απωθημένα στη ζωή μου θα ήταν αυτό: ότι έχω πάει με λίγες. Γιατί όμως ρε γαμώτο; Γιατί;

Αισθάνομαι ότι στον πυρήνα του αυτός ο φόβος έχει πάλι αυτήν τη υφή του «είμαι απ’ έξω», «είμαι αόρατος», «δεν είμαι αρκετός». Αυτήν την ανάγκη επιβεβαίωσης της σεξουαλικότητάς μου, που χτυπάει στα μηνίγγια της ταυτότητάς μου. Αυτήν την αυτόματη σύγκριση με τον κόσμο γύρω μου, που ελλείψει άλλου προσανατολισμού καταλήγει να γίνεται βασική πυξίδα.

«Είναι σωστό, δεν είναι σωστό;»

«Γαμημένα δεν ξέρω, αλλά αισθάνομαι άσχημα και πρέπει να το αντιμετωπίσω, εντάξει;»

Για να βρω εμένα, έπρεπε να απομακρυνθώ από αυτό που γνώριζα καλά, έπρεπε να μείνω μόνος μου, να βγω από το comfort zone μου, να πειραματιστώ με γυναίκες, να αποκτήσω κι άλλες εμπειρίες. Κοιτώντας προς τα πίσω καταλαβαίνω ότι το είχα ανάγκη. Όχι ότι τώρα είμαι πύργος ερωτικής αυτοπεποίθησης αλλά τουλάχιστον ξέρω που βρίσκομαι, μου είμαι χειροπιαστός, υπαρκτός, αρκετός. Σίγουρα ακόμα αναμετριέμαι με τα πατριαρχικά πρότυπα μέσα μου και για το συγκεκριμένο θέμα ομολογώ ότι δεν έχω ξεκάθαρη απάντηση (παίζει τελικά ρόλο το νούμερο;), ωστόσο αυτό που αναδεικνύεται πάνω απ’ όλα είναι η ανάγκη μου να με βρω, η διάθεση μου να το ψάξω και μέσα απ’ όλο αυτό να ανασηκώσω τους ώμους, να χαμογελάσω και να πω «είμαι εγώ, είμαι πέρα από τα πρότυπα, είμαι ένα ωραίο περήφανο αρρενωτίποτα».

#thelamemale #arrenotipota #MeTooGR

Νερράτζι

ΥΓ. έκανα μια αρκετά ενδελεχή αναζήτηση μελετών για το θέμα της «παρθενιάς» μέσα από ένα φεμινιστικό/έμφυλο πρίσμα αλλά και γενικότερα. Βρήκα εντυπωσιακά λίγο περιεχόμενο. Αρκετό εξετάζει το θέμα μέσα από μια πιο θρησκευτική σκοπιά. Γενικά φαίνεται η συζήτηση να καθορίζεται ακόμα από ένα συντηρητικό πλαίσιο. Αν κάποιο/α/ος γνωρίζει ωραία πηγή ας μου στείλει παρακαλώ!

Η βιβλιογραφία που κατάφερα να εντοπίσω έχει τρεις βασικές πτυχές που παραθέτω εδώ (μετάφραση δική μου):

  1. η παρθενιά είναι ένας κοινωνικά κατασκευασμένος όρος, με την κοινωνία να είναι αυτή που του προσδίδει συγκεκριμένη αξία. Το «έχασα την παρθενιά μου» υποδηλώνει ακριβώς αυτήν την αξία. Όπως λέει βέβαια η Carpenter (2005), αυτό δεν ισχύει πάντα. Σύμφωνα με αυτήν λοιπόν, η παρθενιά μπορεί να προσεγγίζεται ως μια προσφορά/ένα δώρο που έχει αξία, ένα βάρος το οποίο ο/η/το κάτοχος του πρέπει να ξεφορτωθεί ή ένα βήμα στην πορεία κάποιου ατόμου προς την ενηλικίωση.
  2. η αντιμετώπιση της παρθενιάς διαφέρει πολύ ανάλογα με την ταυτότητα του υποκειμένου. πχ. η αξία της παρθενιάς φαίνεται να είναι λιγότερο σημαντική για τα ΛΟΑΤΚΙ άτομα, συγκριτικά με την προσπάθεια τους να επικοινωνήσουν στον περίγυρο τη σεξουαλική τους προτίμηση («coming out»).
  3. η ίδια η έννοια της παρθενιάς ενώ είναι γαμημένα περίεργη και πολυποίκιλη καθορίζεται αποκλειστικά από το ετεροκανονικό πλαίσιο –> διείσδυση πέους σε κόλπο. Τι ισχύει για μη ετεροκανονικές περιπτώσεις όμως; Όταν συμβαίνει μεταξύ ανθρώπων ίδιου βιολογικού φύλου; Όταν δε συμβαίνει διείσδυση αλλά άλλα σεξουαλικά παιχνίδια;

κομμάτι των παραπάνω το μετέφρασα από εδώ: Frost A. 2019. Perceptions of Sex, Virginity, and Consent; Considering Gender, Sexuality and Alcohol Consumption. Texas University Thesis (πρόσβαση εδώ)

Είμαι κάπως στο βάθος ομοφοβικός

Στις πρώτες αράδες που έγραψα σε αυτό το blog πριν κάποιους μήνες είχα αναφέρει φοβισμένα και μετρημένα «ότι είμαι κάπως στο βάθος ομοφοβικός». Είναι κάτι που το σκέφτομαι συχνά, αναμετριέμαι μαζί του, προσπαθώ να το κατανοήσω, να γίνω πιο συγκεκριμένος.

Όπως σε όλες τις περιπτώσεις που γράφω εδώ μέσα, ξεκινάω από μια αίσθηση και μια διαίσθηση. Σαν να προσπαθώ με κλειστά μάτια να ακολουθήσω ένα μονοπάτι και για να βρω τον δρόμο μου, ψηλαφώ το έδαφος με γυμνά πόδια.

Ο τρόπος για να το κάνω ως προς τον ομοερωτισμό μου και την ομοφοβία μου είναι να πατήσω σε 4 ξεχωριστές αναμνήσεις, οι οποίες σε έναν βαθμό αποτυπώνουν τις διαφορετικές φάσεις από τις οποίες πέρασα και έτσι συνθέτουν κάπως αυτήν την ιστορία μου. Μια ιστορία που δεν έχει σαφές τέλος, γιατί τώρα πια καταλαβαίνω ότι έχω πολλαπλές φωνές που με τραβάνε προς διαφορετικά μέρη. Υπάρχει μια διαφοροποίηση του θέλω και του είμαι, του είμαι και του πρέπει, του πρέπει και του «άι γαμήσου, άσε με ήσυχο».

Στην απάντηση του τι είμαι λοιπόν, θα πω για την ώρα είμαι οι αντιφάσεις μου και η κατανόηση τους και μια πυξίδα προσανατολισμένη στην ανάγκη για ευάερα και ευήλια πράγματα, για ανοιχτές πόρτες και σίγουρα αλλά ανάλαφρα βήματα.

Ας πιάσουμε όμως τις αναμνήσεις γιατί αισθάνομαι ότι πλατιάζω και αναμασώ τα ίδια και τα ίδια:

Η πρώτη δεν είναι μία ανάμνηση αλλά ένα σύνολο αναμνήσεων που έχουν να κάνουν με τα παιχνίδια σεξουαλικότητας στη διάρκεια της παιδικής μου ηλικίας. Αν εξαιρέσεις την πρώτη μου τέτοια ανάμνηση, που την τοποθετώ κάπου στα 5 με 6, και στην οποία το παιχνίδι κυριαρχούσε έναντι της σεξουαλικής διέγερσης (αυτή ήταν περισσότερο ένα μούδιασμα, ένα ερωτικό πάφλασμα, ένα σωματικό τράβηγμα), σ’ όλες τις υπόλοιπες είχα μαζί μου έναν φίλο, όχι μια φίλη και εκεί πρώτο βιολί έπαιζε η σωματική καύλα και όχι το παιχνίδι.

Πάντα υπήρχε βέβαια μια παιδικότητα σ’ αυτές τις συνευρέσεις, μια αίσθηση πολύ παρόμοια με το «μοιράζομαι το παιχνίδι μου», μια πολύ φυσική κοινή σωματική αντίδραση που έβρισκε έκφραση μέσα από την τυπική αλληλεπίδραση δύο αγοριών. Δε θυμάμαι να υπήρχε καμία συστολή, καμία ντροπή, κανένα ερωτηματικό σε όλα αυτά. Απλά ήταν. Η βάση της δεν ήταν η σωματική επαφή αλλά η κοινή εμπειρία της σωματικής καύλας, σαν οι αντιδράσεις του ενός να επιβεβαιώναν την εμπειρία του άλλου, ένας καθρέφτης γνωριμίας με τον εαυτό σου.

Την τελευταία φορά που είχα μια τέτοια εμπειρία πρέπει να ήμουν πλέον αρκετά μεγάλος, κοντά στα 13 και ζευγάρι μου ήταν ο ξάδερφος μου. Εκείνη τη φορά η καύλα ήταν πιο συγκεκριμένη, ποθούσε το σώμα του άλλου, αποζητούσε την επαφή. Και το παιχνίδι ήταν πιο ενήλικο, αντέγραφε τις σεξουαλικές πράξεις των ενηλίκων. Θυμάμαι τη στιγμή, κλασσική φάση καλοκαιρινού μεσημεριού, με το σπίτι της γιαγιάς να είναι ήσυχο και την επιταγή των μεγάλων στα παιδιά «πάτε για ύπνο» να λειτουργεί σαν πρόσκληση για αταξίες. Θυμάμαι την ένταση, την ερωτική διάθεση, το σώμα του ξαδέρφου μου. Θυμάμαι όμως και τον φόβο μου, το άγχος μου απέναντι στη φαντασιακή διείδυση. Δε φτάσαμε ποτέ εκεί και δεν ξέρω αν θα φτάναμε. Εμφανίστηκε ξαφνικά ο μεγάλος μου ξάδερφος, αδερφός του μικρότερου και συνομίληκου μου, και γρήγορα αλλάξαμε στάση σώματος, ελπίζοντας ότι δε μας έχει καταλάβει (αν και ακόμα θυμάμαι να αναγνωρίζω ένα βλέμμα απορίας στα μάτια του).

Η επόμενη ανάμνηση είναι περίπου από την ίδια περίοδο. Πρέπει να ήμουν λίγο μεγαλύτερος, ας πούμε 14. Ήταν σε συναυλία, στο γήπεδο της πόλης. Είχα μακριά μαλλιά, περίπου στο ύψος των ώμων. Ήμουν στο κάγκελο και είχα στραμένο το βλέμμα μου προς τη σκηνή όταν εμφανίστηκαν δύο χέρια, ένα από τα αριστερά και ένα από τα δεξιά μου και αρπάζοντας το κάγκελο με εγκλώβισαν στη θέση μου. Θυμάμαι να αισθάνομαι άβολα, να μου φαίνεται το όλο σκηνικό κάτι ανάμεσα σε αστείο, σε παρεξήγηση και σε κάλεσμα για καυγά. «Τι στο καλό,» σκέφτηκα και γύρισα να κοιτάξω τον άνθρωπο που τόσο άνετα μου έφραξε τον δρόμο. Ο τύπος όταν κατάλαβε ότι είμαι αρσενικό μπλάβιασε από τη ντροπή του, μουρμούρισε κάτι ακατάληπτο και έφυγε, πριν καν ανοίξω το στόμα μου.

Το γεγονός πως με μπέρδεψε για θηλυκό και λειτούργησε με αυτόν τον επιθετικό τρόπο δε θυμάμαι να με προβληματίσε και πολύ εκείνη τη στιγμή. Τώρα όμως μου σκάει ότι με εξέθεσε στην τυπολογικά αντρική σεξουαλική ενέργεια, την επιθετική, την «απλώνω χέρι», την «έχω δικαίωμα πάνω σου». Κι αυτή η εμπειρία, σε συνδυασμό με πολλές άλλες στις οποίες ήμουν μάρτυρας όχι στόχος, με κάνει να την αποστρέφομαι, να τη θεωρώ γλοιώδη, καθόλου ελκυστική, όμορφη, ενδιαφέρουσα, αλλά απολύτως ποταπή. Σαν η παρουσία της να είναι η απόλυτη εκδήλωση μιας άμυαλης, αναίσθητης, ισοπεδωτικής, «διαβολικής» ανάγκης, εκείνης που διαχωρίζει, όχι εκείνης που συνενώνει.

Η τρίτη ανάμνηση είναι πάλι στην εφηβική μου ηλικία, ένα με δύο χρόνια πιο μετά, ας πούμε στα 15 με 16. Ήμαστε στο αυτοκίνητο όλη η οικογένεια, σε κάποια μονοήμερη εξόρμηση στα βουνά της περιοχής μας. Ευτυχισμένη ανάμνηση θα έλεγα, στην οποία όμως χάσκει μια τρύπα στη μέση. Δε θυμάμαι πως έχουμε καταλήξει στη συγκεκριμένη κουβέντα, θυμάμαι όμως εμένα να δηλώνω ξεκάθαρα πως «όταν μεγαλώσω θέλω να είμαι εργένης, σαν τον Χ», (με Χ υποδηλώνεται ένα πρόσωπο του πολύ στενού μου οικογενειακού περιβάλλοντος, επιλέγω να κρατήσω την ταυτότητά του κρυφή για προφανείς λόγους). Από τα μπροστά καθίσματα επικρατεί για λίγο μια νευρική σιγή, μέχρις ώτου ο πατέρας μου πει ξερά: «ο Χ είναι ομοφυλόφιλος.» Δε συζητήθηκε τίποτ’ άλλο. Δεν ανοίξαμε κουβέντα. Δεν αναρωτήθηκα μεγαλοφώνως «και τι στο διάολο σημασία έχει τώρα αυτό;;;» Μια τέτοια πληροφορία, που για πρώτη φορά έφτανε στα αυτιά μου, για έναν άνθρωπο που έβλεπα σχεδόν κάθε βδομάδα και τον οποίο αγαπούσα, χρησιμοποιήθηκε από τους ενήλικες της ζωής μου ως κακό παράδειγμα, ως εργαλείο για να με τρομάξουν, για να με μαντρώσουν. Έχουν περάσει πάνω από είκοσι χρόνια και ακόμα το σκέφτομαι, ακόμα με παγώνει, ακόμα με κάνει να αναρωτιέμαι τι στο καλό σήμαινε για τους γονείς μου, που κατά τ’ άλλα είχαν πάντα στις παρέες τους ανθρώπους με διαφορετικές σεξουαλικές προτιμήσεις από τους ίδιους. Ο φόβος της παρέκκλισης από την κανονικότητα, χτυπούσε δυνατά στα μηνίγγια μιας κατά τ’ άλλα προοδευτικής ελληνικής οικογένειας.

Η τέταρτη και τελευταία ανάμνηση είναι από το πρώτο έτος του πανεπιστημίου. Πρώτοι μήνες σε νέα πόλη και όλα καινούργια. Καινούργια καθημερινότητα, καινούργιες γνωριμίες, καινούργια ζωή. Έχω πάει σινεμά με έναν καινούργιο φίλο. Είναι θυμάμαι απογευματινή προβολή και σαν να έχουμε βρει καταφύγιο στην αίθουσα και την οθόνη, απέναντι στην αμηχανία της φρέσκιας γνωριμίας και της παιδικότητας μας. Το κλίμα είναι φιλικό και χαλαρό. Ο φίλος έχει πάρει παγωτό σε κυπελλάκι και μου προσφέρει να δοκιμάσω. Και με ταΐζει με το κουτάλι του. Λίγο περιποιητικά αλλά αισθάνομαι και λίγο επίμονα. Ενώ, η κίνηση και η στιγμή είναι ιδιαίτερα καθημερινή και απλή, για κάποιο λόγο, που ακόμα δε μπορώ να διαλευκάνω, μου χτυπάει κάποιες ευαίσθητες χορδές. Σαν να παραβιάστηκα. Σαν αυτή η κίνηση οικειότητας να έκρυβε πίσω της και άλλα ενδεχόμενα, σαν να υπήρχε μια επίγευση σεξουαλικότητας που εγώ εκείνη τη στιγμή δεν ήξερα τι να την κάνω, πέρα από να την απομακρύνω. Δεν τον ξαναείδα τον φίλο. Ακόμα αναρωτιέμαι τι στο καλό συνέβη τότε, τι συνέβη σε ‘μένα.

Προσπαθώ να διαβάσω την ιστορία που λένε αυτές οι αναμνήσεις. Σίγουρα υπάρχει μια αντιδιαστολή ανάμεσα στην παιδικότητα της πρώτης φάσης και τη σοβαρότητα, αγκύλωση της δεύτερης, εφηβικής φάσης. Σαν από ‘κει που η σεξουαλικότητα ήταν παιχνίδι και εξερεύνηση χωρίς σωστό ή λάθος, να μετατράπηκε αυτοστιγμή σε σηματοδότη, σε διασταύρωση, σε φορέα ταυτότητας, σε μέτωπο μάχης. Σαν να απέκτησε προδιαγεγραμμένες πορείες και αντιμαχόμενες πλευρές. Σαν από αίσθηση να μετατράπηκε σε αφήγημα και από ανάγκη να μετατράπηκε σε προϊόν που κάποιος πουλά και κάποιος αγοράζει. Στενάχωρο μου φαίνεται όλο αυτό και συνεχίζω να αναρωτιέμαι γιατί.

Σκεφτόμενος όσα ξέρω για την εφηβική φάση της ανάπτυξης ενός ανθρώπου και ενθυμούμενος τη δική μου εφηβεία καταλήγω στο εύκολο συμπέρασμα ότι στην πορεία ενηλικίωσης ενός ανθρώπου, αυτή η ανάγκη σαφέστερου προσδιορισμού του «ποι@ είμαι» και η απόκτηση ξεκάθαρης ταυτότητας είναι σίγουρα βασικό συστατικό. Μήπως όμως μέσα από την ανάγκη να ανήκουμε κάπου, ισοπεδώνονται όλα όσα μας κάνουν διαφορετικ@ και όλα όσα δε χωράνε μέσα στο καλούπι της κυρίαρχης τάσης;

Και η σεξουαλικότητά μας παίζει τεράστιο ρόλο, ενδεχομένως από τους πιο μεγάλους, σε αυτήν την πορεία ενηλικίωσης μας. Γίνεται αυτό που διαχωρίζει του άντρες από τα αγοράκια, τις γυναίκες από τα κοριτσάκια, την ήρα από το στάρι. Και αν αυτός ο διαχωρισμός καταπιέζει τα ετεροκανονικά αγοράκια και κοριτσάκια, τι συμβαίνει με όσα δε μπορούν να συμπιεστούν μέσα σε αυτό το καλούπι; «απλά» περισσεύουν; «απλά» δεν ανήκουν πουθενά και μεγαλώνουν χωρίς ευδιάκριτα σημεία αναφοράς; «απλά» είναι αόρατα; «απλά» τρώνε στη μάπα όλη τη χλεύη μιας κοινωνίας που έχει μάθει να ενηλικιώνεται ετεροπροσδιοριζόμενη, όχι με βάση αυτό που είναι, αλλά με αυτό που φαίνεται να είναι, με αυτό που νομίζει ότι φαίνεται να είναι.

Και ΄κει σκάει με ένταση η απουσία κάθε ανοχής στις εκφράσεις τρυφερότητας μεταξύ δύο αντρών. Αυτή η κουλτούρα που συνδέει άκαμπτα κάθε επαφή και αλληλεπίδραση μεταξύ δύο αντρών με τη σεξουαλικότητα τους, λες και κάθε μας κίνηση και ανάγκη να είναι αποκλειστικά δείκτης της καύλας μας και εκείνης της επιθετικής, αρπάχτρας, «όλα δικά μου τα θέλω» αρσενικής σεξουαλικότητας.

#thelamemale #arrenotipota #MeTooGR

Νερράτζι

ΥΓ. To νέο για τον πατέρα που πήρε τη ζωή του επειδή κυκλοφόρησε βίντεο με τον γιο του σε σεξουαλικές περιπτύξεις με άλλον άντρα, με κάνει να σκέφτομαι με πόσες ανελευθερίες μας φαίρνει αντιμέτωπα/ες/ους η κοινωνία, πόσες πρέπει να ξεπεράσουμε για να ζήσουμε το δυνατόν πιο κοντά στην αλήθεια μας και πόσο δύσκολο είναι να βρούμε αυτήν την αλήθεια μας, τον πραγματικό μας εαυτό. Τεράστιο κρίμα αυτός ο εγκλωβισμός, αυτή η συμπίεση των ανθρώπων σε ένα και μοναδικό πράγμα, σε μία ταυτότητα, σε μία εικόνα, σε μια μόνο εκδοχή της ζωής.

«Σώπα μωρό μου, σώπα»

Κατέβηκα στην πορεία της Παρασκευής για τη Γεωργία. Τα συνθήματα πηγαινοερχόντουσαν με παλμό και κάθε λογής κόσμου εξέφραζε με κάθε λογής τρόπο την αγανάκτηση του, τον θυμό του, την αλληλεγγύη του. Κατέβηκα στην πορεία για τη Γεωργία. Αλλά φωνή δε μου έβγαινε, περισσότερο σιγομουρμούριζα τα συνθήματα που έβγαιναν μαχητικά από τα στόματα τους. Κάποιες φορές χτύπαγα τα χέρια να συνοδεύσω τον σκοπό τους, να δείξω ότι είμαι εκεί μαζί τους. Όχι όμως μαζί τους ακριβώς. Πώς θα μπορούσα άλλωστε.

Μου ‘χει ξανασυμβεί. Δε μπορώ να το αξιολογήσω ως σωστό ή λάθος. Είναι κάτι που βγαίνει απλά. Περισσότερο αισθάνομαι ότι πρέπει να σκύψω το κεφάλι μπροστά τους, παρά να σηκώσω τη γροθιά μαζί τους. Σαν να μην αξίζω να συμπορεύομαι μαζί τους. Σαν να πρέπει να είμαι δύο βήματα πίσω τους. Σαν το μόνο που μπορώ να πω είναι: «λυπάμαι, φταίμε – οι φίλοι σας, οι αδερφοί σας, τα αγόρια σας, οι πατεράδες σας». Σαν να υπάρχει μια υπόνοια αντρικού εγωισμού σ’ αυτές τις στιγμές, όπως και τώρα που γράφω αυτές τις γραμμές. Μια υπόνοια που πηγάζει από την ανάγκη όχι μόνο να είμαι παρών αλλά να είμαι ορατά παρών, να πιάσω χώρο, να κερδίσω αναγνώριση.

Πριν λίγο καιρό έκανα μια πολύ ενδιαφέρουσα κουβέντα με δύο πλάσματα που δεν ήξερα μέχρι εκείνη τη στιγμή. Μου μίλησαν ανοιχτόκαρδα και καλοσυνάτα, ακόμα και όταν η άγνοια μου χτυπούσε έντονα την πόρτα του κλισέ.

Όταν εξέφρασα την αγωνία μου πώς «δεν καταλαβαίνω τι ζητάει από ‘μας (τους cis άντρες) το φεμινιστικό/λοάτκι κίνημα», μου είπανε ξεκάθαρα «δε μπορούμε να νταντεύουμε άλλο τον καθένα, να του δείχνουμε τον δρόμο, να του ανοίγουμε τα μάτια. Ας το ψάξει μοναχός του. Ας κάνει δουλίτσα. Ας χρησιμοποιήσει το προνόμιο του για να ανοίξει χώρο στην κοινωνία για τα δικαιώματα των άλλων, για το διαφορετικό, για όλες τις συζητήσεις που πρέπει να γίνουν. Ας κάνει προσβάσιμους σε όλες και όλα χώρους που είναι γερά κλειδαμπαρωμένοι από την ετεροκανονικότητα.»

Η κουβέντα τους αυτή με προβλημάτισε. Μου έβγαλε με τη μία στην επιφάνεια το συναίσθημα της μητρικής επιβεβαίωσης που ψάχνω σε πολλά πράγματα που έχουν να κάνουν με το άλλο φύλο. Αυτήν την ενέργεια μοναδικότητας, σπουδαιότητας, κεντρικότητας που συνδέεται τόσο έντονα με την αγκαλιά και το βλέμμα της μάνας. Δεν ξέρω αν είναι μια εμπειρία που τη μοιραζόμαστε οι άντρες συνολικά, θα ‘θελα να ήξερα. Για την ώρα με οδηγό τη διαίσθηση μου, θα ‘λεγα πως ναι. Με την έντονη παρουσία της ή τη μικρή και τη μεγάλη απουσία της, αυτή η σχέση μας διαμορφώνει απολύτως, είτε το αναγνωρίζουμε είτε όχι.

Εγώ είχα την τύχη να έχω μια μάνα με μια τεράστια, δοτική, ζεστή, πολυποίκιλη αγκαλιά. Δε μου ‘λειψε ποτέ τίποτα. Πριν καν ζητήσω κάτι, πριν καν το σκεφτώ, ήταν εκεί για ‘μένα, έτοιμο με αγάπη και μεράκι. Πριγκιπική ζωή δηλαδή. Μεγαλωμένος στο μέλι και στο γάλα. Με την αίσθηση αυτής της προσφοράς να είναι κυρίαρχη για το χτίσιμο του εγώ μου. Ποιος είμαι όμως αν δεν έχω αυτήν τη μητρική επιβεβαίωση; Είμαι; Δε νομίζω ότι υπάρχει ακριβής απάντηση σε μια τέτοια ερώτηση. Υπάρχει η ασφάλεια του γνώθι σεαυτόν και της συνεχούς αμφισβήτησης του.

Κάποιες φορές όμως απαιτείται να σωπάσω και αυτό έχει μια ισχυρή δόση πρόκλησης. Δεν είναι εύκολο να κάνεις πέρα για την άλλη/το άλλο/τον άλλον. Να παραχωρείς τη θέση σου. Να είσαι ακόλουθος και όχι πρωτοπόρος. Να περιμένεις. Να γίνεσαι θυσία για την άλλη και το άλλο, χωρίς να αισθάνεσαι θύμα, χωρίς να προσμένεις κάποιο αντάλλαγμα.

Την προηγούμενη Παρασκευή βγήκα στον δρόμο για τη Γεωργία. Δεν ξέρω αν έκανα καλά που σίγησα. Έτσι το αισθάνθηκα. Το ξέρω τώρα ότι αυτό είναι κάπως υποκριτικό. Πάλι μιλάω. Πάλι πιάνω χώρο. Πάλι ζητάω ακροατές και ακροάτριες. Αλλά η αρρενωτίποτα έχει κάτι το διαφορετικό μέσα από την ορατή παρουσία της ή έτσι τουλάχιστον θέλω να πιστεύω. Την αναγνώριση του διφορούμενου, του πολλαπλού, του ρευστού, της καλύτερης αίσθησης του εαυτού και των άλλων, την ειλικρινή έκθεση μέσα από λέξεις και σιωπές, τη δημιουργία χώρου για ανοιχτόκαρδες κουβέντες. Για το τελευταίο, θέλω να ευχαριστήσω γι’ άλλη μια φορά τον Αμόργιανο που μου εμπιστεύτηκε το κείμενο του, στην πρώτη δημοσίευση σκέψεων κάποιου άλλου πέρα από μένα, μέσα από την αρρενωτίποτα. Ελπίζω να υπάρξει συνέχεια.

Νερράτζι

#thelamemale #arrenotipota #MeTooGR

ΥΓ. σιγάθηκα λέει ένα πρόσφατο γράψιμο σε τοίχους της Αθήνας, και ταιριάζει γάντι σε όλα τα παραπάνω.

Κλωτσιά στα αρχίδια

(το κείμενο που ακολουθεί είναι το πρώτο από φιλοξενούμενο συγγραφέα, τον Αμοργιανό, τον οποίο ευχαριστώ πολύ. Από την πρώτη στιγμή η προσπάθεια είναι το blog να αποτελέσει βήμα συνδιάλεξης και συνάντησης. Προσκαλώ λοιπόν και άλλες κουβέντες αρρενωτίποτας στο mailbox μου)

Πάντοτε μου άρεσαν οι γυναίκες. Πάντοτε τα πρόσωπα. Η πρώτη μου σεξουαλική εμπειρία διαδραματίζεται στο εξοχικό.

(Ένα κτήμα με ένα σπίτι στο νοτιοδυτικό κομμάτι του κτήματος. Φωνές παιδιών και ενηλίκων ανακατεμένες ακούγονται. Ως παντογνώστης και απόλυτα ικανός να παρατηρήσω ότι θέλω ανενόχλητος αιωρούμαι. Ακολουθείστε με. Πάμε στο κάτω σπίτι όπως το αποκαλεί η οικογένεια. Είναι η στιγμή να πιάσουμε στα πράσα, μια πολύ προσωπική στιγμή, εδώ που ξυπνάει η ηδονή στη ζωή του, ελάτε  από εδώ μαζί μου. Το μικρό παιδί, δεν πρέπει να είναι πάνω από τεσσάρων ετών ίσως πέντε.)

Κρατώ στα χέρια μου την μπάρμπι της αδερφής μου, την επεξεργάζομαι. Υπάρχει ένα ακορντεόν στη βιβλιοθήκη που μου προξενεί ένα δυσοίωνο συναίσθημα. Δεν υπάρχει πολύ φως στο δωμάτιο. Με απαλές κινήσεις βγάζω το ρούχο της μπάρμπι, ένα ροζ φορεματάκι που φτάνει από τους ώμους μέχρι τα γόνατα της. Το βγάζω. Δυο βουναλάκια εκεί που εγώ δεν έχω βουναλάκια και τώρα το βλέμμα κατεβαίνει στα σκέλια της κούκλας. Δεν υπάρχει τίποτα. 

(Το σχήμα της σκιάς του εμφανίζεται στο παράθυρο. Ο παππούς του Άντονυ,τον πιάνει στα πράσα)

Και τελικά η σιωπή θα κερδίσει. Το περιστατικό δεν θα τεθεί ποτέ υπό συζήτηση όπως συμβαίνει σε ένα κόσμο ανθρώπων που νιώθουν άβολα μπρος στη συζήτηση. Δεν τα συζητούσαν με τους γονείς τους και δεν ξέρουν πως να τα συζητήσουν. Υπήρχε στίγμα και ντροπή μπρος στον ερωτισμό. Ο ερωτισμός ήταν ανάμεσα στο ζευγάρι και εκεί δεν μου επιτρέπουν να μπω παρόλο που είμαι παντογνώστης. Ούτε τα πνεύματα επιτρέπονται, βλέπεις βάλατε κάποια όρια και τώρα άμα μπω δεν ξέρω αν θα μπορώ να σας περιγράψω, αν επιτρέπεται. Δεν ξέρω αν μπορώ να μπω. Μπες! 

Κάποια στιγμή στο μέλλον καπνίζω χωρίς να μιλώ, σαν να βυζαίνω την μάνα μου όλη την ώρα με το τσιγάρο

Πάντοτε μάρεσαν οι κομψές γυναίκες. 

“Τι κοιτάς σε μια γυναίκα?”

“Πρόσωπο, κώλο, στήθος”

Αυτή η συζήτηση κράτησε αρκετή ώρα.

Θα σου πω πως έχει η ιστορία. Ένα απόγευμα εκεί που πίνανε τσάι με μια δόση ουίσκι φαντάζομαι, Ο Φιτσζέραλντ εκμυστηρεύτηκε στο Χέμινουγει ότι το πέος του είναι μικρο. Ο Χέμινγουει σηκώθηκε από την καρέκλα.

“Έλα μαζί μου” είπε ο Χέμινουγει. Περπατήσανε κάμποση ώρα μιλώντας για τα τελευταία τους γραπτά, μέχρι που σταματήσανε μπροστά στο μουσείο. Χίμηξε πρώτος μέσα ο Χέμινουγει και ακολούθησε ο Φιτζτέραλντ. Βγάλανε εισητήρια και ανεβήκανε μερικού ορόφους μέχρι που ο Χέμινγουει βρήκε αυτό που είχε στο νου του.

“Α εδώ είμαστε.” είπε “Έλα, έλα να δεις.”

“Βλέπεις τους κούρους? Βλέπεις το μέγεθος του μορίου τους? Αυτοί καθίσανε γυμνοί να τους ζωγραφίσουν. Νομίζεις ντρέπονταν για το μέγεθος? Όλα αυτά είναι αηδίες. Είμαι βέβαιος πως αυτή η γυναίκα σου σου έβαλε την ιδέα.”

Ας πέσουν οι μάσκες. Δεν υπάρχει αθωοτητα.

Η πρώτη σεξουαλική επαφή αν θεωρείς το φιλί επαφή που εγώ το θεωρώ, ήταν στην πέμπτη δημοτικού. Ένα πιτσιρίκι που δεν ήξερε καν τι είναι αυτό ανάμεσα στα πλαδαρά ποδαράκια του, ω πως ήρθε το φιλί σε ένα μαρμάρινο λαιμό, εκείνη κάπως διστακτική, εγώ βρώμικος, με όρεξη για σάρκα, θυμάμαι την αίσθηση εξουσίας πάνω της, (ξέρω τι θα πεις, αλλά έτσι ήταν, δεν υπερβάλω) θυμάμαι την υποταγή της, θυμάμαι πόσο κακός ήμουν μαζί της, πως κατάφερνα να την πληγώνω ξανά και ξανά, να “τα έχω” με μια κοπέλα της ηλικίας μου και εκείνη να είναι εκεί διατηρώντας το δικό μου μυστικό στο κάτω κάτω της γραφής. Συνδέω τον πρώτο μου έρωτα με το θάνατο της μητέρας μου. Θυμάμαι όταν έφυγε, τη σύνδεση. Όταν χώρισα μαζί της και νόμισα ότι δεν θα τη ξαναδώ.

Έχοντας ζήσει με τη σκιά του πατέρα μου διαρκώς επάνω μου, όταν συμπεριφέρεσαι έτσι σε μια γυναίκα καλύτερα να εξαφανιστείς από τη ζωή της, δεν υπάρχει τίποτα όμορφο σε μια τέτοια σχέση και αν τάχα μου την αγαπάς, φύγε όσο πιο γρήγορα μπορείς από κοντά της. Δεν της αξίζει ένας μαλακας σαν εμένα, έχει ποιόητες που άλλοι άντρες θα εκτιμήσουν πολύ βαθύτερα, μακριά σου είναι καλύτερα και μην κάνεις τον πονεμένο, ο μόνος που πόνεσε ήταν εκείνη. Εκείνη μπορεί να είναι αυτοκαταστροφική αλλά εσύ είσαι ετεροοκαταστροφικός το οποίο φίλε μου είναι χειρότερο. Η ζωή του άλλου δεν είναι στα χέρια σου. Και δεν θα πρεπε να ναι. 

(στο δικαστήριο)

Ποια είναι τα ελαφρυντικά στοιχεία?

Ήταν ένα έγκλημα πάθους. Την αγαπουσέπάρα πολύ.

Κάπου στο βάθος ξεσπώ σε γέλια.(χαχαχα) Ολοι γυρνάνε να κοιτάξουνε ποιός τόλμησε.

“ Δεν ντρέπεσαι? Ασεβή!”

Δεν μπορώ να σταματήσω όμως. (χαχαχα) Με έπιασε νευρικό με το καθίκι. Με διώχνουν από την αίθουσα

Α και τώρα που το θυμήθηκα που μαι σε ένα μπαρ με ένα φίλο και έχουμε πιει λίγο παραπάνω, “οι Έλληνες δεν κάνουν τέτοια εγκλήματα.” έλεγε κάποιος στα νέα για το έγκλημα στα γλυκά νερά . Χαχαχα. Συγγνώμη πάλι με έπιασε νευρικό φαίνεται. Είχα βάλει στοίχημα με αυτό το φίλο ότι το έκανε ο πιλότος σύζυγος και είπα να τον κεράσω.

το επαναλαμβανόμενο  όνειρο

Έιμαι στο κορμί του 4χρονου εαυτού μου 

Είμαι εκεί για να προειδοποιήσω τη μητέρα μου

Την βρίσκω στο διάδρομο και αποπειράμαι να της εξηγήσω τι κάνω εδώ, τι πρόκειτο να συμβεί

“ Μάνα άκου, είμαι ο Άντονυ από το μέλλον και έχω επιστρέψει να σε σώσω, να αποτρέψω το φόνο σου. Ο Φάκης (ο πατέρας μου, ο σύζυγος σου) θα σε σκοτώσει.”

Η μάνα μου τα χάνει. 

“Πως γίνεται ένα παιδί να μιλάει έτσι?” λέει

Κάνει το λάθος να μην με εμπιστευτεί και το έγκλημα (ξανα)γίνεται.

 Και εγώ απομένω με μια φράση: Γιατί δεν με ακούς?

για τον έρωτα

στην αρχή ήσουν το αντικείμενο του πόθου

που άστραφτες ολόκληρη 

όταν ξαπλώσαμε μαζί έπρεπε να μας πάρει και τους δυο ο θάνατος από ένα κλειστό τζάκι (χμμ, ίσως δεν ήθελες να πεθάνεις μαζί μου.) 

Το επόμενο πρωί που περπατούσα προς το σπίτι μου

 άφηνα το δικό σου πίσω 

με χτύπησε η σκέψη πως ήταν  μια υπέροχη μέρα για μπανανόψαρο

(πρέπει να ακούς τη συνείδηση σου)

γιατί ύστερα

στο μπαρ που ζήλευες την άλλη 

η παρουσία σου δεν είχε πια καμιά σημασία

η δίνη της αβύσσου με είχε καταβροχθίσει ήδη

ο πόθος ήταν εκεί για τον πόθο

η εγκατάλειψη φανερώθηκε

ο έρωτας συνδέθηκε με το θάνατο της

και όταν τρελαθηκα

το θεικό στοιχείο φώτισε την αλήθεια πίσω από το έγκλημα

ο άντρας που γυναικόποιηθηκε ξέρει παραπάνω από εκείνον που παρέμεινε πλάι σου

Ο  παππούς του Άντονυ: Τι κάνεις εκεί?

(Η κούκλα φεύγει από τα χέρια του παιδιού. Παραμένει σιωπηλό.)

Η σιωπή γεννά την ντροπή.

Η ντροπή γεννά τη δειλία.

Η δειλία το προσωπείο.

Το προσωπείο γεννά την κρυψώνα (κάπου στο στήθος, κάπου στο μυαλό, κάπου στα κόκκαλα)

Στη κρυψώνα γεννιούνται όλα τα υπόλοιπα.

Κουράγιο αγάπη μου.

Θα ανατείλει στη δύση ο ήλιος μας.

Και αν αγαπήσαμε μέσα από την ντροπή όσα δεν έχουν λαλιά είναι που οι σιωπές συναντιώνται στις καρδιές όλων

Αμοργιανός

Μέσα απ’ τα μάτια ενός παιδιού

Τελευταία τριγυρνάει στο μυαλό μου μια ερώτηση: Στο σπιτικό που μεγάλωσα τι ρόλο έπαιζε η σεξουαλικότητα; Υπήρχαν φανερά σημάδια της; Αντιλαμβανόμουν τους γονείς μου ως ενεργά σεξουαλικά άτομα, ως άτομα που εξέφραζαν με κάποιον τρόπο σωματικό πάθος και σεξουαλική επιθυμία; και αν ναι, υπήρχε κάποια διαφορά μεταξύ του πατέρα και της μητέρας μου σ’ αυτές τις εκφράσεις; 

Πως να μιλήσω όμως για πράγματα τα οποία βρίσκονται στα παιδικά μου χρόνια. Πως να πατήσω σε αναμνήσεις και σκέψεις για τις οποίες δε μπορώ να είμαι 100% σίγουρος. Πως θα μπορούσα να είμαι άλλωστε. 

Ωστόσο, εκεί που δε μπορεί να φτάσει η λογική ανάλυση φτάνει κάτι πιο βαθύ, πιο εσωτερικό. Την εμπιστοσύνη που χρειάζομαι τη βρίσκω εκεί που η μνήμη καβαλάει το βίωμα και ξυπνάει στο παρόν. Γι’ αυτό και το γράψιμο που ακολουθεί είναι αρκετά ασύνδετο. Επιλέγω να το αφήσω έτσι, μέσα στα ερωτηματικά και τα αδιέξοδα του. Ελπίζω να βγάζει νόημα και σε άλλ@. 

Αυτό που καταλαβαίνω όσο αναζητώ σκέψεις, αναμνήσεις, αισθήσεις είναι ότι τα πράγματα περισσότερο αφέθηκαν ανείπωτα. Οι αμήχανες ησυχίες ή ανησυχίες όταν υπήρχαν ερωτικές σκηνές στην τηλεόραση. Ο ρόλος του ενός και μόνο βιβλίου, που αντιμετώπιζε το σεξ ως εργαλείο αναπαραγωγής και όχι ως αίσθηση, σώμα, ανάγκη (“ο Περ, η Ίντα και το μικρούτσικο”). Θυμάμαι, να είμαι 8-9-10 χρονών και να κάθομαι και να κοιτάω την εικόνα με το αντρόγυνο να κάνει σεξ και να αισθάνομαι πεταλούδες χαμηλά. Να υπάρχει μια σωματική αντίδραση δηλαδή και τον ρόλο του πατέρα μου να την παίρνει ο εικονογραφημένος μπαμπάς. Η μία και μόνη φορά που κατάλαβα τους γονείς μου να κάνουν σεξ και έτρεξα στη μεγάλη μου αδερφή να της το πω και αρχίσαμε να αποδομούμε μαζί τι στο καλό είχα δει. Θυμάμαι ακόμα την ανησυχία μου ότι ο πατέρας μου δε θα με πήγαινε γήπεδο γιατί θα ήταν κουρασμένος και την αδερφή μου να με διαβεβαιώνει ότι “τώρα θα είναι ακόμα πιο ευδιάθετος, μείνε ήσυχος”. Οι άβολες στιγμές που κατέγραφα το βλέμμα του πατέρα μου να ακολουθεί με μια κάποια ένταση γυναίκες στον δρόμο. Τα ξεκάρφωτα σεξουαλικά του σχόλια. Όχι πολλά, αλλά αρκετά για να καταγράφονται ως βασικός τρόπος σεξουαλικής έκφρασης και η αίσθηση ότι μοιράζομαι μαζί του κάτι μυστικό, κάτι ένοχο, κάτι αποκλειστικά αντρικό. 

Και η μάνα; η μάνα δεν υπήρχε καθόλου σε αυτό το πλαίσιο. Καμία αίσθηση και εικόνα για τη δική της σεξουαλικότητα. Αν έπρεπε οπωσδήποτε να πω, θα έλεγα πως δεν υπήρχε, πως δεν επιθυμούσε κάτι. Ή αν ήθελε κάτι ήθελε να είναι όμορφη, θελκτική, ελκυστική. Θυμάμαι να την παρατηρώ να βάφεται και να στολίζεται. Αυτή είναι η βασική μου ανάμνηση που φτάνει πιο κοντά στη σεξουαλικότητα της μητέρας μου. Από ‘κει και πέρα τίποτα. Προσπάθειες συζήτησης σε μετέπειτα χρόνους και αναφορές στα πρώτα της αγόρια. Αλλά αυτές οι ιστορίες είχαν και έχουν ένα επίπεδο μυθιστορίας, μυθοπλασίας. Δεν ακουμπάγανε πλέον κάπου. Τα αισθανόμουν περισσότερο ως χαμένα ενδεχόμενα, όχι ως κάτι που διέτρεξε και διατρέχει τη ζωή της.

Τι συμβαίνει όταν μεγαλώνουμε σε σπιτικά όπου η σεξουαλικότητα των γονιών παραμένει αόρατη, μη αισθητή, ανύπαρκτη; όταν το μόνο που καταγράφεται είναι μια υπόγεια, καταπιεσμένη σεξουαλικότητα του πατέρα και μια ανύπαρκτη σεξουαλικότητα της μητέρας; Δεν οδηγούμαστε στην πλέον στερεοτυπική προσέγγιση, όπου το αρσενικό είναι ο φορέας της σεξουαλικότητας, την οποία πρέπει να διεκδικήσει και το θηλυκό είναι ο αποδέκτης αυτής της σεξουαλικότητας, την οποία πρέπει να διαχειριστεί, να αποδεχτεί ή να αρνηθεί; Πως όλα αυτά όρισαν τελικά τη δική μου σεξουαλικότητα;

Αισθάνομαι ότι τη φόρτωσαν με ενοχές, τύψεις και ανείπωτες σκέψεις. Σαν το σεξ να είναι κάτι που πρέπει να αποσπάσω από τις γυναίκες της ζωής μου, όχι κάτι το οποίο μπορώ να μοιραστώ μαζί τους ισάξια. Σαν να πρέπει να τις κερδίσω, να τις κατακτήσω, να τις πείσω και να τις αποπλανήσω αλλιώς δε θα μπορέσω να πάρω το δώρο το οποίο μόνο αυτές μπορούν να μου προσφέρουν και άρα να με χρήσουν άξιο αρσενικό. Σαν οι ίδιες να μη θέλουν σεξ αλλά όλα τα υπόλοιπα, τα οποία συνοδεύουν τις κινήσεις του αρσενικού που θέλει σεξ. Σαν δηλαδή οι ρόλοι να είναι απολύτως διακριτοί και προκαθορισμένοι και το σεξ να γίνεται ένα εργαλείο ανταλλαγής, ένα νόμισμα, ένα αλισβερίσι, που δεν έχει τη δική του αξία αλλά προσδίδει αξία. 

Διαβάζω ξανά και ξανά τι έχω γράψει και σκέφτομαι ότι η σχέση μου με το σεξ είναι μια ιστορία καταπίεσης, μια ιστορία ανελευθερίας. Μια ιστορία αδυναμίας να βρω τον εαυτό μου μέσα σε όλο τον κοινωνικό θόρυβο και τις οικογενειακές σιωπές. Τι θέλω με ρωτάω και τώρα και αντιμετωπίζω έναν λαβύρινθο απαντήσεων και ανταπαντήσεων, παιχνίδια με τη σκιά και με τις πολλαπλές μου αλήθειες, έναν φόβο ότι η σεξουαλικότητα μου τελικά δεν είναι κάτι το αποδεκτό, αλλά είναι κάτι που πρέπει να καλλωπιστεί, να φασκιωθεί, να τακτοποιηθεί. 

Οι σιωπές του γονικού μου σπιτιού ήταν όμως το μόνο που με διαπαιδαγώγησε σεξουαλικά; Τι συνέβη με τις ταινίες, τις διαφημίσεις, τα κινούμενα σχέδια που είδα μικρός; Τι ρόλο έπαιξαν και παίζουν οι κουβέντες και οι βρισιές που έμαθα να ανταλλάζω με τους φίλους μου στο δημοτικό; μήπως παίζει έτσι να οικειοποιήθηκα για πρώτη φορά το γυναικείο όπως και το αντρικό σώμα, όπως και τη συνεύρεση και τη σεξουαλικότητα, μέσω δηλαδή της βρισιάς; 

μαλάκας

αρχίδι

γαμιέσαι

της μάνας σου

μουνί

πούστη

κωλόφαρδε

πουτάνα 

Δε θα βιαστώ να τα αναλύσω όλα μονοκοπανιά. Θα αφήσω να κατακάτσει η αναμπουμπούλα να δω τι άλλο θα βγει. Και θα επανέλθω. 

“Όλ@ μαθαίνουμε να είμαστε σεξουαλικ@ στο πλαίσιο μιας κοινωνίας όπου το σεξ ορίζεται ως κατεξοχήν μια ετεροφυλόφιλη πράξη, ως κολπική συνουσία, ως μια σεξουαλική δραστηριότητα που έχει ένα ενεργητικό υποκείμενο και ένα παθητικό αντικείμενο.”

“Η σεξουαλικότητα έχει εξέχουσα σημασία στην προσπάθεια του άντρα να γίνει αρρενωπός.”

Louisa Allen, 2003, Girls Want Sex, Boys Want Love: Resisting
Dominant Discourses of (Hetero)Sexuality

 

Νερράτζι

ΥΓ. μου σκάει μια έντονη κριτική απέναντι σε αυτά που μόλις έχω γράψει. Η απουσία σεξουαλικότητας της μητέρας μου δε σημαίνει σίγουρα ότι δεν υπήρχε/υπάρχει η σεξουαλικότητα της αλλά ότι μάλλον έχω ανατραφεί να διαβάζω μόνο τα αρσενικά/πατριαρχικά σημάδια της σεξουαλικότητας. 

Παραθέτω εδώ ένα μικρό κομμάτι από ένα επιστημονικό άρθρο πάνω στη γυναικεία σεξουαλική επιθυμία, όχι γιατί είναι απαραίτητα σωστά αυτά που λέει, αλλά γιατί ανοίγει επιπλέον ενδεχόμενα (η μετάφραση στα ελληνικά δική μου):

Οι συμπεριφορές που προκύπτουν από αυτού του είδους τις αυθόρμητες, ενεργητικές, σωματικά εκκινούμενες αντιδράσεις (πχ. σεξουαλικές σκέψεις, φαντασιώσεις, αυνανισμούς, πρωτοβουλία σεξουαλικών συνευρέσεων) είναι πιο συνήθεις, κατά μέσο όρο, στους άνδρες, απ’ ότι στις γυναίκες. Πολλοί επαγγελματίες [σεξολόγοι], όπως και μεγάλο τμήμα του γενικού πληθυσμού, αντιλαμβάνονται όλα αυτά ως απόδειξη ότι οι άνδρες έχουν πιο έντονη σεξουαλική επιθυμία από τις γυναίκες, κάτι που μοιάζει σωστό όταν χρησιμοποιούμε τα αντρικά στάνταρ. Εντούτοις, αυτά τα στάνταρ αγνοούν την έμφυλη διάσταση της εξουσίας στην κοινωνία και επομένως τον τρόπο με τον οποίο οι έμφυλες διαφοροποιήσεις αποτελούν αντικείμενο ελέγχου, αντιμετωπίζονται ως κάτι το φυσικό, ή ως κάτι που δεν υφίσταται καθόλου. Όπως επισημαίνει η Tiefer (2000), δε θα έπρεπε να υποθέτουμε πως “η σεξουαλική εμπειρία των γυναικών θα ήταν καλύτερη, πιο φυσιολογική ή πιο ικανοποιητική, εάν προσομοίαζε το δυνατόν περισσότερο τη σεξουαλική εμπειρία των ανδρών”. Επιπλέον, η Leiblum (2002) εικάζει ότι “εάν η σεξουαλική ορμή [επιθυμία] γινόταν κατανοητή λιγότερο ως προς τη συχνότητα επαφής των γεννητικών οργάνων και περισσότερο ως σεξουαλικότητα, θα σκεφτόμασταν πως οι γυναίκες είναι πιο σαρκικές από τους άντρες”.

Wood J., Koch B. and Mansfield P. 2006. Women’s Sexual Desire: A Feminist Critique. The Journal of Sex Research. Vol. 43. pp. 236-244

Bad Trip Ανικανότητας

Πριν κάποια καλοκαίρια έζησα ένα σκηνικό που σημάδεψε έντονα τη σεξουαλικότητα μου. Μπορώ να πω ότι έχω κάνει μπόλικα βήματα για να το ξεπεράσω αλλά ξέρω ότι είναι ακόμα εδώ, παραφυλάει, μέχρι να βρει την κατάλληλη στιγμή και να με λούσει για άλλη μια φορά με τον κρύο ιδρώτα της ανικανότητας.

Ονειρικό σκηνικό: ένα πέτρινο μπαλκόνι μέσα στις βουκαμβίλιες με θέα το νυχτερινό Αιγαίο. Στην απέναντι ράχη, λαμπιόνια. Η παρέα έχει μοιραστεί LSD και γελάμε με τις βλακείες μας και την προσπάθεια μας να καταλάβουμε πόσο την έχουμε ακούσει (όχι πολύ). Αγαπημένο συναίσθημα αυτό το μοίρασμα μιας τόσο ωραίας κοινής εμπειρίας, παρότι το τριπάρισμα παρέμεινε στο περιθώριο. Περισσότερο δικό μας δημιούργημα και ανάγκη.

Τα χέρια όλης της παρέας προσπαθούν να αγγίξουν τα αστέρια. Ένα παρατεταμένο άγγιγμα από το χέρι της είναι σημάδι ότι η βραδιά θα αποκτήσει αναπάντεχα ερωτική διάσταση. Πολύ μου αρέσει. Χάδια, βλέμματα, καύλα και αστέρια. Σούπερ!

Δε θυμάμαι πως και γιατί αλλά πολύ γρήγορα από το άγγιγμα, αφήνουμε την παρέα και το μπαλκόνι και πηγαίνουμε μέσα.  Χωρίς πολλά πολλά ξεντυνόμαστε και …. από τη μια στιγμή στην άλλη το καυλωμένο μου πουλί εξαφανίζεται και αποφασίζει να με ρίξει σε ένα βαθύ και σκοτεινό πηγάδι.

Μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα, μπροστά στο βλέμμα της κοπέλας, αισθάνθηκα να χάνω κυριολεκτικά τα πάντα. Πέρασαν πολλές εικόνες μέσα από το μυαλό μου. Ότι αυτή η στιγμή θα ορίσει όλη μου τη ζωή. Ότι δε θα μπορέσω να ξαναβρεθώ σεξουαλικά με καμία κοπέλα. Ότι το βράδυ θα πάω να βουτήξω στο νερό, να εξαφανιστώ, γιατί δεν έχει νόημα πια να ζω. Ότι θα πάω να κλειστώ σε μοναστήρι για να μη βασανίζομαι από την ανικανότητα μου.

Κυριολεκτικά bad trip. Δεν το ‘χω ξαναζήσει (όχι την ανικανότητα αλλά το τόσο έντονο ψυχολογικά και σωματικά bad trip). Αυτός ο κίνδυνος, αυτή η σκέψη, που χαιρέκακα μου έλεγε στο αυτί, ότι μπορώ να σου συνθλίψω τη ζωή, έτσι γιατί μπορώ, με έκανε να σηκωθώ από το κρεβάτι και να πάω να χωθώ ανάμεσα στους φίλους μου, έξω στο μπαλκόνι. Χρειαζόμουν προστασία.

Κάπου εκεί όμως οι διακοπές τελείωσαν για μένα. Έμεινα φρακαρισμένος σε ‘κείνο το γεγονός και στην προσπάθεια μου να αναμετρηθώ μαζί του. Πέρα από μια αναφορά εκείνη τη βραδιά και ένα γρήγορο “έλα ρε, δεν έπρεπε να το προσπαθήσετε καν, αναμενόμενο” από την παρέα, δεν το ξαναέβαλα στο τραπέζι. Δεν ήθελα να χαλάσω τ@ς υπόλοιπ@ς. Δικιά μου ανικανότητα, δικό μου πρόβλημα. Ούτε καν το μοιράστηκα με την κοπέλα που το ‘ζησα μαζί της.

Τις υπόλοιπες 4-5 μέρες τις περάσαμε ψευδοζευγαρωμένοι. Εγώ να προσπαθώ να αποδείξω σε μένα ότι το ‘χω και να μπαίνω όλο και πιο βαθιά στο πηγάδι. Κι αυτή, δεν ξέρω ακριβώς τι, να προσπαθεί να ζήσει μαζί μου κάτι όμορφο υποθέτω, αλλά να έχει απέναντι της έναν βαλτωμένο, που δεν άνοιγε καν το ρημάδι το στόμα του να της μιλήσει καθαρά. Για να είμαι απολύτως ειλικρινής βέβαια, προσπάθησα να της βάλω κάποια όρια, να της πω έχω πρόβλημα, πρέπει να με αφήσεις λίγο στην ησυχία μου. Δεν το άκουσε, δεν το κατάλαβε, και ‘γω παγιδευμένος από μια άλλου είδους ανικανότητα, εκείνη του “όχι” και της αυτοπροστασίας, συνέχιζα να καταπιέζομαι, να προσπαθώ, να απογοητεύομαι, να κρέμομαι από μια κλωστή, που στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν ήταν παρά το ξεφούσκωτο πουλί μου.

Αυτή η σκέψη, που πλέον έχει μεταμορφωθεί σε μια περίπου παιχνιδιάρικη, περίπου σαδιστική φωνούλα, συνεχίζει να κάνει την εμφάνιση της αραιά και που στις σεξουαλικές μου συνευρέσεις. Το μόνο γιατρικό απέναντι της είναι να χαλαρώσω, να το επικοινωνήσω με την κοπέλα που είναι μαζί μου και να αφήσω τη σκέψη να φύγει, έτσι όπως ήρθε, χωρίς να πάρει ούτε ‘μένα, ούτε τη στιγμή μαζί της.

Η εμπειρία μου αυτή όμως μου δίνει μια αφορμή για να ‘ρθω λίγο πιο κοντά στο ζήτημα της αντρικής καύλας. Σκέφτομαι ότι όλοι μας, άντρες/γυναίκες/ανθρώπινα όντα, την αντιμετωπίζουμε ως κάτι πολύ γραμμικό, με ιδιαίτερα προδιαγεγραμμένη πορεία και λειτουργία.

Άκαυλο πέος – > καυλωμένο πέος – > χύσιμο

(όσες φορές περισσότερο ΕΠΙ τόσο μεγαλύτερος γαμιάς είσαι συ)

Οτιδήποτε ξεφεύγει από αυτήν την πορεία θεωρείται δυσλειτουργία ή ακόμα χειρότερα μικρότερος ανδρισμός. Σαν το πέος μας να είναι ένας ακόμα μυς του σώματος μας, που ο μόνος του ρόλος είναι να τον αιματώνουμε, να τον επιδεικνύουμε, να τον φλεξάρουμε. Δεν έχω κάτι ενάντια στα καυλωμένα πέη, στην έμπρακτη σωματική καύλα του ανθρώπινου σώματος, ίσα ίσα είναι (δεν υπάρχει καλύτερη λέξη) καύλα. Ωστόσο, όλο αυτό με κάνει να σκέφτομαι ότι αυτή η καύλα δεν είναι κάτι άσπρο μαύρο, δεν είναι ένα κουμπί ΟN-OFF, είναι κάτι πολύ πιο παιχνδιάρικο, πολυεπίπεδο και in becoming.

Αυτή η σκέψη με πηγαίνει στις πολλές συζητήσεις με φίλες μου και άρθρα που έχω διαβάσει περί καύλας του θηλυκού σώματος, ότι είναι ακριβώς η ίδια με ‘κείνη του αρσενικού σώματος. Το ίδιο έντονα σωματική και επιτακτική. Αν τη γυρίσουμε αυτήν τη σκέψη όμως ανάποδα (και αναγνωρίσουμε τα στερεότυπα μέσα στα οποία κινούμαστε) μπορούμε πολύ άνετα να σκεφτούμε ότι η καύλα του αρσενικού σώματος είναι επίσης ίδια με ‘κείνη του θηλυκού σώματος: πολυεπίπεδη, εγκεφαλική, αισθαντική, μια παραλλαγή του ίδιου.

Την αντιμετωπίζουμε όμως ως φωτεινό σηματοδότη, προχώρα-σταμάτα, πράσινο-κόκκινο, όχι-ναι/ναι/ναι. Ένα πουλί που όταν είναι καυλωμένο πρέπει επιτακτικά να γαμήσει και όταν δεν είναι καυλωμένο είναι μαραζωμένο, γερασμένο, ανίκανο, ανύπαρκτο.

Για άλλη μια φορά ο δυισμός με τον οποίο αντιμετωπίζουμε τη ζωή, τα άσπρο-μαύρο ματομπούκαλα μας. Τυφλοί και άρα πραγματικά ανίκανοι.

#thelamemale #arrenotipota #meTooGR

Νερράτζι

ΥΓ. η 16η γυναικοκτονία της χρονιάς. Μια ακόμα. Δεν αρκεί αυτή η αναγνώριση. Το ξέρω. Συνεχή προσπάθεια για έναν κόσμο καλύτερο, να πάρει.

Ιδιοκτήτης γυναικών

Aκόμα μια περίπτωση γυναικοκτονίας όπου ο σύζυγος-σύντροφος-δολοφόνος είπε ότι τη σκότωσε γιατί τη ζήλευε (και μετά από δύο μέρες άλλη μια, γιατί ο σύζυγος της πίστευε ότι τον απατά).

«Τη θέλω για μένα»

«Δεν αντέχω να τη σκέφτομαι να πηγαίνει με άλλους»

«Θέλω να θέλει εμένα, να παραδίνεται σε μένα»

«Δε γίνεται να θέλει κάτι άλλο, πέρα από μένα»

Φταίει μάλλον το ότι έφαγα πρόσφατα ερωτική φάπα (απογοήτευση δηλαδή) και τέτοιες σκέψεις μου σκάνε σωρηδόν, ανάκατα και πληγωμένα. Φίλοι και φίλες μου λένε ότι είναι λογικό να δυσκολεύεσαι να αποδεχτείς την απώλεια της άλλης και ότι όλοι μας λίγο έως πολύ κάνουμε τέτοιες παράλογες σκέψεις. Υπάρχει κάποιος λόγος αναρωτιέμαι; Είναι τόσο δύσκολο να αποδεχτεί κανείς την ελευθερία του άλλου ανθρώπου και τα πολύ πραγματικά όρια του εαυτού του;

Η απώλεια (ακόμα και το ενδεχόμενο της) της άλλης είναι κάτι που σε φαίρνει αντιμέτωπο με τα δύσκολα της ζωής. Μπορεί να αισθάνεσαι ότι είσαι το κέντρο του κόσμου αλλά γελιέσαι, δεν είσαι. Μπορεί να αισθάνεσαι ότι είσαι ικανός για όλα αλλά γελιέσαι, δεν είσαι.

Δεν τα γράφω αυτά για να μοιρολογήσω τη δική μου προσωπική απώλεια. Τα γράφω γιατί σκέφτομαι ότι στις ερωτικές σχέσεις παίζει έντονα αυτό το συναίσθημα ότι ο άλλος/η άλλη σου ανήκει. Ωστόσο, σκέφτομαι πως οι άντρες δυσκολευόμαστε πολύ περισσότερο να αποδεχτούμε τη δυνατότητα της γυναίκας να διαγράψει τον δρόμο της πέρα και παρά από ‘μας. Υπάρχει κάτι πιο κτηνώδες, ενστικτώδες στον τρόπο που το ζούμε. Σαν αυτή η ανεξαρτησία και η απόρριψη να δίνει κροσέ στον εγωισμό μας, να θίγει την αρρενωτίποτα μας, να μας μεταμορφώνει από λιοντάρι σε βατράχι και ακόμα χειρότερα, σε γυμνοσάλιαγκα. Και μας χτυπάει τόσο βαθειά που κάπως πρέπει να απαντήσουμε, κάπως να ανορθώσουμε και πάλι τον ναό της χαμένης αντρικής μας αξιοπρέπειας που η θηλυκότητα συντάραξε με το «όχι» της και την ανεξαρτησία της.

Τι στο διάολο είναι αυτό που μας οδηγεί εκεί; Ο αντρικός εγωισμός είναι τόσο μεγάλος, τόσο απροσπέλαστος, τόσο άκαμπτος; κι αν είναι γιατί είναι; είναι το αίμα μας που πάλλεται στους ρυθμούς του ανταγωνισμού, της νίκης, της κυριαρχίας ή είναι η κουλτούρα μας που πλάθει αδύναμα ανθρωπάκια προσηλωμένα στην ατομική προβολή και επιβολή; Δεν είμαι τόσο διαβασμένος πάνω στο θέμα για να πατήσω με σιγουριά στην ιστορική πορεία της σχέσης ανάμεσα στους άντρες και τις γυναίκες, αλλά την έχω στην άκρη της γλώσσας μου και γεμίζει πίκρα το στόμα μου. Βρωμάει κατάκτηση και ιδιοκτησία. Αναδύει μια συνεχόμενη προσπάθεια του αρσενικού να ελέγξει τη γυναίκα, να την έχει κτήμα του, δούλα πρωτίστως και ελάχιστα κυρά.

Και όσο και αν λέμε πως τα πράγματα έχουν βελτιωθεί (και γαμώτο έχουν), αυτή η κουλτούρα ελέγχου που πατάει στην υποτίμηση της άλλης, συνεχίζει να ρίχνει έντονα τη σκιά της πάνω στην πορεία να χτίσουμε σχέσεις απολύτως ισότιμες μαζί τους. Στενάχωρο τόσο πολύ να βλέπεις αυτήν τη μανία μας να εξουσιάσουμε τον κόσμο όλο, να τον καταναλώσουμε και να τον κάνουμε κτήμα μας, να απλώνει τη μαλακία που τη δέρνει στο κρεβάτι μας, στις σχέσεις στοργής, έρωτα και αγάπης μας. Τόσο κοντά στην καρδιά μας.

Το μυαλό μου γυρνάει στο ότι οι άντρες παραμένουμε σε ένα τεράστιο βαθμό για πάντα παιδάκια. Αντράκια που παίζουμε πόλεμο με ξύλινα σπαθάκια, καβαλάμε τα σύννεφα για να κατακτήσουμε τον κόσμο, αλλά στην πρώτη στραβή θα τρέξουμε στην ασφάλεια της μητρικής αγκαλιάς, στη ζεστασιά της γυναικείας ματιάς. Όταν αυτό χαθεί (όσο παρωδικά) κόβεται και η υποστήριξη μας, αυτό που μας κάνει αγέρωχους, δυνατούς, σίγουρους. Και για πολλούς ο τρόπος αντίδρασης απέναντι σε αυτό το κενό που χάσκει μπροστά τους και τους κάνει να χέζονται πάνω τους, να αισθάνονται ανίκανοι/αόρατοι/μικροί είναι να τραβήξουν και την άλλη μέσα. Όχι από εκδικητικότητα, από αδυναμία.

Καλό μας Αύγουστο! Καλό μας καύσωνα!

#thelamemale #arrenotipota #meTooGR

Νερράτζι

ΥΓ. διαβάζοντας Aldo Carotenuto (Έρως και Πάθος, εκδόσεις Ίταμος, 1995). Τόσο απλή και όμορφη γραφή για τόσο σπουδαία της ζωής πράγματα. Δυσκολεύομαι να αποφασίσω τι να αντιγράψω, που να ταιριάζει με τα παραπάνω:

Με τη λήξη η σχέση μας κάνει να δούμε πόσο ημιτελείς είμαστε, μας αποκαλύπτει την ανεπάρκεια μας, μας δείχνει την αδυναμία μας να νιώσουμε γεμάτοι και να μπούμε στη διάσταση του αισθήματος της αιωνιότητας, χωρίς την παρουσία άλλου ανθρώπου δίπλα μας.

[….]

Ο Τσέζαρε Παβέζε, μετά τον δραματικό του χωρισμό από τη γυναίκα που αγαπούσε με πάθος, έγραψε στο ημερολόγιο του: «Δεν πεθαίνουμε από έρωτα για μια γυναίκα. Πεθαίνουμε γιατί ο έρωτας, οποιοσδήποτε έρωτας, μας φανερώνει τη γύμνια μας, τη φτώχεια μας, την ανικανότητά μας, το τίποτε».

Θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για βαρβαρότητα της ζωής, αλλά η ζωή δεν είναι ποτέ βάρβαρη. Τη στιγμή που γινόμαστε μάρτυρες και υποκείμενα μιας ψυχολογικής κατάρρευσης, η ζωή μας προσφέρει μια ευκαιρία που δεν πρέπει να αφήσουμε να μας φύγει. Είναι κάτι που πρέπει να ζήσουμε μέχρι τέλους, γιατί αποτελεί μιας από τις στιγμές που μας βοηθούν να καταλάβουμε, να μάθουμε ποιοι είμαστε. Απ’ αυτό το σημείο αρχίζει η δουλειά της ανασυγκρότησής μας που θα δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για την έλευσης μιας νέας παρουσίας.

Πόσο μικρή την έχω;

Εγώ και συ

εσύ και γω

μόνοι πάνω στη γηηηη

ωωωω

μόνοι στη γηηη….

Πέος, πούτσος, πουλί, μαδέρι, τσουτσούνι, μόριο. Εγώ και αυτός, ποιός περιστρέφεται γύρω από ποιόν; Βαρύτητα τεράστια, σημασία συμπαντική. Αυτός και εγώ.

Κάθε φορά που ξεκινάω το γράψιμο εδώ μέσα, καταλήγω στην αίσθηση (όχι ακόμα συμπέρασμα) ότι η σεξουαλικότητα μου, η αρρενωτίποτα μου, η αντρική μου ταυτότητα, το εγώ μου, συνδέονται απόλυτα με την ανάγκη επιβεβαίωσης μου. Μάλλον είναι αλήθεια και πρέπει να το αποδεχτώ. Ναι, χρειάζομαι επιβεβαίωση! Επιβεβαίωση ότι είμαι ο καλύτερος: αρσενικός, σύντροφος, εραστής, γαμιάς, φίλος, συζητητής, καλαμπουρτζής, φροντιστής, προστάτης, διασκεδαστής, συμβουλάτορας. Ναι, χρειάζομαι επιβεβαίωση! Πες μου ότι την έχω μεγάλη!

Δεν ξέρω αν ισχύει αυτό για όλα τα αρσενικά του πλανήτη, αλλά στα εφηβικά μου χρόνια υπήρξαν αρκετές φορές που μετρούσαμε τα πουλιά μας με τους φίλους μου:

«Πόσο την έχεις;»

«14,3!»

«εσύ;»

«15,6!»

«Πωπω» (και σκάει από τη ζήλια του)

Δεν ξέρω από που έχει προκύψει όλη αυτή η ανάγκη να την έχεις μεγαλύτερη. Προσπαθώ να γυρίσω πίσω και να θυμηθώ. Σίγουρα δεν ήταν οι γυναίκες της ζωής μου (όχι δε μιλώ για τη μάνα μου, όχι ακόμα, too soon). Μήπως ήταν οι τσόντες; Μήπως ο τυπικός αντρικός ανταγωνισμός που τα αγκαλιάζει όλα και καταλήγει σε πάρα πολλές περιπτώσεις να τα συνθλίβει όλα; Μήπως η ανάγκη ματσίλας που ξεκίναγε στις τελευταίες τάξεις του δημοτικού και εκεί στην εφηβία αποκτούσε μια αγριότητα ενστίκτου και όποιος «επιβιώσει»;

Αυτό που ξέρω όμως σίγουρα είναι ότι αυτό μ’ έχει διαμορφώσει πάρα πολύ. Η ανάγκη να είμαι ο καλύτερος. Να με βλέπουν οι γυναίκες και τα γόνατα τους να λυγίζουν, κόκκινο χαλί να μου στρώνουν και να με προϋπαντούν όπως τον Πρίγκιπα της Ζαμούντα, με ροδοπέταλα και βασιλικές παροχές.

Σκέφτομαι γελώντας πόσο πιο εύκολη θα ήταν η ζωή μας αν αναπαραγώμασταν ασεξουαλικά ή αν τα πέη των αντρών ήταν κρυφά ή η εκσπερμάτωση γινόταν μέσα στο δικό μας σώμα όπως συμβαίνει στους θαλάσσιους ίππους. Τι κατάρα είναι αυτή να ‘χουμε μια μεζούρα μέτρησης της αρρενωτίποτας μας κρεμασμένη ανάμεσα στα πόδια μας, σε μια συνεχή υπενθύμιση αναμέτρησης με τους άλλους αλλά κυρίως με μας τους ίδιους!

Και το ακόμα χειρότερο, γελοιότερο είναι ότι αυτός ο ανταγωνισμός για το ποιός την έχει μεγαλύτερη (ή βασικά μικρότερη) διαρρέει την τοξικότητα του παντού! Αντί να μας κλείνουν σε κάνα γήπεδο και να ξεσπάμε τα κόμπλεξ μας ο ένας στον άλλο πάνω,διοργανώνοντας πουτσοδρομίες και πεορίψεις και να γελάμε με την κατάντια μας, καταντάμε τον κόσμο όλο προέκταση του ανεπαρκέστατου πέους μας. Στην οδήγηση, στην πολιτική, στον δρόμο, στις συζητήσεις, στις διαφωνίες, στην ουρά για το ταμείο (ή πλέον για το rapid test στο Σύνταγμα), στο ντου για το ποιός θα πάρει την καλύτερη καβάτζα στην παραλία ή το πλοίο, στον χώρο εργασίας μας, στις σχέσεις μας, φιλικές και ερωτικές.

Μη μας θίξουνε την περηφάνια, μη μας θίξουνε τον αντρικό μας εγωισμό! Κοκόρια έτοιμοι για μάχη μέχρι τελικής πτώσης, μόνο ένας θα ναι ο νικητής, ο περήφανος μικρός τσουτσουνοκατακτητής!

Καταλήγω κάνοντας μια σκέψη. Πόσο πιο υγιής ήταν ο τρόπος ενδυμασίας των αντρών στην αρχαιότητα. Όλα στη φόρα παρτίδα, αυτός είμαι. Κανένα περιθώριο για δημιουργία δεύτερων σκέψεων, υποχθόνιων ανταγωνισμών, κόμπλεξ. Όχι τουλάχιστον για χάρη ενός μορίου. Όσο και αν λέμε ότι η κοινωνία μας έχει προοδεύσει, ο συντηρητισμός της ακόμα σπάει κόκκαλα, ακόμα σπάει ανθρώπους.

ΥΓ. Άλλη μια γυναικοκτονία, άλλη μια γυναίκα νεκρή από τα χέρια άντρα, από τα χέρια του συντρόφου της, του αγοριού που έπρεπε να την αγκαλιάζει, να την αγαπάει, να την καταλαβαίνει, να τη σέβεται. Μου είναι αδιανόητο όλο αυτό αλλά κάπου μέσα μου, ενδόμυχα, φοβάμαι πως καταλαβαίνω. Καταλαβαίνω γιατί είμαι άντρας και έχω μέσα μου τις ίδιες στερεοτυπικές σκέψεις και τρόπους να βλέπω τις γυναίκες της ζωής μου και εμένα.

Νερράτζι

Πορνόγερος, τώρα και για πάντα;

Πολλές φορές σκέφτομαι ότι η μοίρα μου είναι προδιαγεγραμμένη. Όταν φτάσω στα γεράματα, γίνω χούφταλο, έχω περισσότερες τρίχες στα αυτιά μου παρά στην κασίδα μου, πιάνω 0-100 στα χίλια χρόνια, νοσταλγώ τα 90s ως μια πολύ μακρινή και χρυσή εποχή, πιστεύω ότι θα είμαι ένας (ακόμα) λιγόυρης πορνόγερος. Θα παρακολουθώ με την άκρη του ματιού μου όμορφες κοπέλες και θα πλαταγίζω τη γλώσσα μου μουρμουρίζοντας και ‘γω δεν ξέρω τι, επικλήσεις στα θεία και αναμασήσεις περασμένων μεγαλείων.

Αυτή την αντρική ματιά πάνω στο γυναικείο σώμα, στη γυναικεία παρουσία, την παρατηρώ όλο και πιο συχνά, σε μένα και στους άντρες γύρω μου. Όταν περπατάει μια κοπέλα στον δρόμο, ξέρω πριν καν κοιτάξω, ότι ο μαγαζάτορας στην πόρτα του, ο περαστικός, ο οδηγός ταξί, ο φιλικός (γκουχου γκουχου) μπάτσος της γειτονιάς, ο κάθενας, θα την έχει ακολουθήσει με το βλέμμα του και σε μικρό ή μεγαλύτερο βαθμό θα την έχει ποθήσει. Υπάρχουν στιγμές μάλιστα, που αφού τα βλέμματα μας περάσουν πρώτα πάνω από το θηλυκό, έπειτα διασταυρώνονται και υπάρχει μια αναγνώριση, της κοινής μας κατάστασης και του «ω, μα τι κόμματος είναι αυτός!»

Φοβάμαι ότι θα φάω κράξιμο με αυτά που γράφω, ότι δε μιλάω με τον δέοντα σεβασμό για τις γυναίκες ή ότι τσουβαλιάζω τους άντρες. Δεν ξέρω όμως πως αλλιώς να την κάνω αυτήν την κουβέντα. Δεν ξέρω αν γίνεται να μην εμφανιστεί το πιο επιφανειακό, χυδαίο κομμάτι των αντρικών σκέψεων, εκείνο που συρρικνώνει τις γυναίκες (και κάθε άλλο άνθρωπο) σε ένα σώμα, σε ένα πόθο, σε μια κατάκτηση. Ζητώ συγγνώμη προκαταβολικά αν ενοχλώ κάποι@, δεν είναι αυτός ο στόχος μου.

Επιστρέφω στην προηγούμενη σκέψη μου.

Μόνο να φανταστώ μπορώ πως αισθάνονται οι γυναίκες όταν περπατούν στον δρόμο. Η αλήθεια είναι πως τον τελευταίο καιρό βλέπω όλο και περισσότερ@ να το κάνουν και το βλέμμα τους να οργώνει το πεζοδρόμιο. Έχω την αίσθηση ότι κάτι έχει αλλάξει και το βάρος του δικού μου βλέμματος πάνω τους έχει αρχίσει να με κάνει να αισθάνομαι άσχημα, άβολα.

Δε θέλω να σε κάνω να αισθάνεσαι έτσι και όμως το κάνω. Κάποιες φορές νομίζω γίνεται αυτόματα, σαν κάποιος να έχει πάρει τον έλεγχο του λαιμού μου και να με γυρνάει προς την κατεύθυνση όποιας κοπέλας μου τραβάει το ενδιαφέρον. «Παλιολιγούρη» σκέφτομαι, «ασ’ την να πάει στο καλό που να σε πάρει ο διάολος,» «τι τεράστιο κόλλημα επιβεβαίωσης έχεις και για να υπάρξεις πρέπει να περάσεις μέσα από το βλέμμα της;»

Ομολογώ πως μου είναι πολύ δύσκολο να διακρίνω πότε η άλλη είναι δεκτική στο βλέμμα μου και πότε όχι. Αν θέλω όμως να είμαι ειλικρινής σπάνιες είναι οι φορές που τα βλέμματα μας διασταυρώνονται και υπάρχει μια υποψία χαμόγελου. Σ’ όλες τις άλλες φορές εγώ είμαι ο γύπας και η κοπέλα αδιάφορη ή/και σηκώνει ασπίδα.

Τι είναι αυτό που μας κάνει εμάς τα αρσενικά να πιστεύουμε ότι κάθε στιγμή είναι στιγμή προβολής της σεξουαλικότητας μας; Πόση επιβεβαίωση πραγματικά χρειαζόμαστε από τις γυναίκες του κόσμου τούτου; Έχω αρχίσει να σκέφτομαι ότι αυτή η σειρά blogs θα καταλήγουν σε περισσότερες ερωτήσεις, παρά σε απαντήσεις.

#thelamemale #λιγούρης #αρρενωτίποτα

Νερράτζι

ΥΓ. χθες έσκασε ακόμα μια υπόθεση σεξουαλικής κακοποίησης, θύμα αυτήν τη φορά η κοπέλα στην Ηλιούπολη. Αηδία, σοκ, φρίκη, θυμός, αγανάκτηση. Και αν αυτά μαθαίνουμε, πόσα είναι αυτά που δεν; Πολύ μικρός και ανίδεος για να σχολιάσω περαιτέρω. Μόνο να εκφράσω την αηδία μου, τη θλίψη μου, την αμέριστη συμπαράσταση μου σε ‘κείνη, σε ‘κείνες, σε ‘κείνα.

Δεν έχω ιδέα τι κάνω

Έχει πολύ πλάκα αυτή η στιγμή. Δεν είμαι σίγουρος πως να ξεκινήσω, επομένως κάνω αυτό που μπορώ και πατάω απλά τα πλήκτρα του υπολογιστή μου, ελπίζοντας ότι κάπου θα με βγάλει.

Εδώ και κάποιες βδομάδες τριγυρνάει στο μυαλό μου μια σκέψη: πως εγώ, ως ετεροφυλόφιλος άντρας, μπορώ να συμμετάσχω στο γυναικείο/φεμινιστικό ζήτημα;

Ο μόνος τρόπος είναι να βγάλω τον σκασμό και να αφήσω τις γυναίκες να μιλήσουν; Ενδεχομένως ναι, αλλά κάτι με ενοχλεί σ’ αυτήν την τελεσίδικη απόφαση, κάτι δε μ’ αφήνει να ηρεμήσω και γι’ αυτό βρίσκομαι εδώ, ψάχνοντας να το βρω.

Το μόνο σίγουρο είναι ότι δε μπορώ να μιλήσω για τις γυναίκες, επίσης δε μπορώ να μιλήσω για τους άντρες. Μπορώ σίγουρα να μιλήσω για ‘μένα.

Μπορώ να μιλήσω για τις συζητήσεις που έχω κάνει αλλά κυρίως δεν έχω κάνει με τους φίλους μου σχετικά με τη σεξουαλικότητα μας και τη σεξουαλική μας ζωή. Δεν εννοώ τις «έλα ρε γάμησες; πώς ήταν; καλά; μπράβο!» αλλά κάτι πιο προσωπικό, ευάλωτο, όμορφο. Μπορώ να μιλήσω για τα ταμπού που έχω στο κεφάλι μου (φοβάμαι π.χ. ότι είμαι κάπου κάπως στο βάθος ομοφοβικός), να ψαχουλέψω πως μπήκαν αυτά εκεί και να αναρωτηθώ πως επηρεάζουν τη ζωή μου. Μπορώ να μιλήσω για τη δικιά μου σεξουαλική ζωή (χωρίς να αναφέρω πρόσωπα/ταυτότητες/καταστάσεις εννοείται και με άπειρο σεβασμό), την «καθυστερημένη» μου απελευθέρωση, την ανάγκη μου να ανακαλύψω τον εαυτό μου μέσα από αυτήν τη σωματική συνάντηση, να σπρώξω τα όρια μου, να δοκιμάσω, να καυλώσω, να φάω τη μούρη μου, να χαμογελάσω. Μπορώ εν ολίγοις να ανοίξω ένα μονοπάτι, να κάνω το πρώτο βήμα και όπου βγει.

Γράφοντας αυτές τις γραμμές η εικόνα που έρχεται στο μυαλό είναι η μη σωματική επαφή με τους άντρες φίλους μου. Πόσες φορές ΔΕΝ πιαστήκαμε από το χέρι περπατώντας στον δρόμο! Πόσες φορές ΔΕΝ αγκαλιαστήκαμε αράζοντας παρέα στον καναπέ βλέποντας μπάλα! Πόσες φορές ΔΕΝ χαϊδέψαμε τον άλλο γλυκά και τρυφερά!

Στενάχωρο είναι να βλέπεις όλα αυτά τα χαμένα ενδεχόμενα ομορφιάς. Και ανοίγω πάλι τον κύκλο του γιατί, με μια ελπίδα κάπως αυτό να βοηθήσει να τα βρούμε λίγο περισσότερο με την αρρενωτίποτα μας και έτσι να τα βρούμε περισσότερο με τους άλλους, και ιδιαίτερα τις άλλες, που τόσο τους το χρωστάμε.

Νερράτζι

Λίγα πράγματα για μένα & μια πρόσκληση

Cis άντρας, μεγαλωμένας από μία Cis πατριαρχική κοινωνία, που ζει στην Αθήνα τα τελευταία 7 χρόνια. Συγκάτοικος δύο γατιών, κατά σύμπτωση κ αυτών αρσενικών.

Η ζωή είναι για να τη μοιράζεσαι, για να συνευρίσκεσαι, για να ανοίγεις την αγκαλιά σου και να δίνεις ότι μπορείς καλύτερο: την αγάπη σου, το νοιάξιμο σου, την αλληλεγγύη σου, ένα χέρι βοηθείας, μια καλή κουβέντα, ένα κωλοδάχτυλο στο σύστημα που μας κάνει μικρότερ@ απ’ αυτό που είμαστε!

Εδώ από τρέλα και προσωπική καύλα να μιλήσω και να εκθέσω τις σκέψεις μου για ένα θέμα που πρέπει να μας απασχολεί όλους. Ένα θέμα που μας ακουμπάει προσωπικά όλους. Η σχέση μας με το σώμα μας, με τον άλλον και την άλλη και το άλλο, με τα ένστικτά μας.

Ο στόχος μου δεν είναι να μονολογήσω αλλά να ανοίξω μια κουβέντα. Όποι@ επομένως θέλει να χρησιμοποιήσει τον χώρο αυτόν για να εκθέσει και τις δικές τ@ σκέψεις ας μου στείλει ένα email (mol.i.limbo@gmail.com) και το πιάνουμε από εκεί. Προφανέστατα κρατάμε οπωσδήποτε τη συζήτηση μέσα στα όρια του σεβασμού της άποψης και της ταυτότητας των άλλων.

Τι κάνει νιάου νιάου στα κεραμίδια (όχι δεν είναι γάτα τελικα – αχ ρε Παιδί Τραύμα); Ο χώρος αυτός δε χωράει φασιστικές, σεξιστικές, ρατσιστικές απόψεις και αντιλήψεις.

Twitter: @nerragi