περί ευαλωτότητας

Εδώ και κάποιους μήνες συγκατοικώ με την κοπέλα μου. Τρομερή περιπέτεια και τρομερά τυχερός που τη ζω με αυτό το πρόσωπο, που κάνει τα εύκολα μοναδικά και τα δύσκολα βατά. Μέσα όμως σε αυτήν τη νέα συνθήκη που ζω, έρχομαι αντιμέτωπος όλο και πιο συχνά με το ότι αν και 40 χρονών, δεν έχω αναπτύξει μια βασική δεξιότητα: να μπορώ να είμαι «οκ» με το ότι πολλές φορές δεν είμαι οκ.

Όταν ζούσα μόνος μου, μπορούσα να κλείσω την πόρτα στον κόσμο, να βουλιάξω ψυχή και σώμα σ’ αυτήν τη συνθήκη, μέχρι να μου περάσει και πλέον να είμαι εντάξει για να ξαναβγώ έξω, ανανεωμένος, έτοιμος, αναλοίωτος, ανάλατος. Τώρα αυτή η πόρτα δεν υπάρχει. Ο άνθρωπος ο οποίος ασκεί τη μεγαλύτερη δύναμη πάνω μου, βρίσκεται μαζί μου, πίσω από την ίδια πόρτα, μέσα στο ίδιο μου το σπίτι.

Επομένως, δε μπορώ να κρυφτώ όπως παλιά. Όταν δε μ’ έβλεπε κανείς άλλος άνθρωπος στις μεγάλες μαυρίλες μου, να πνίγομαι σε μια κουταλιά νερό, να βουλιάζω στα ίδια μου τα σκατά. Όταν δηλαδή δε μ’ αντέχω, δε με χωράει ο τόπος και τρώγομαι με τα ρούχα μου και το μόνο που αντέχω είναι να βλέπω σειρές όλη μέρα και να κυκλοφορώ ημιζωντανός στο σπίτι μου. Και όταν λέω κρύβω δεν εννοώ δε μοιράζομαι. Υπάρχουν συζητήσεις, υπάρχει αυτό το «ρε παιδιά δεν είμαι καλά, τι στο καλό», υπάρχει η φιλική αγκαλιά και το νοιάξιμο. Δεν υπάρχει όμως αυτή η αίσθηση της έκθεσης, γιατί το μοίρασμα είναι συγκεκριμένο και κατά κάποιον τρόπο υπό τον έλεγχο μου. Δεν πνίγομαι. Ζητάω “ψύχραιμα” βοήθεια.

Σκέφτομαι ότι με αυτόν τον τρόπο γίνομαι ελεγχόμενα ευάλωτος, άρα τελικά μόνο κατ’ επίφαση ευάλωτος. Δηλώνω το πρόβλημα και θαρραλέα αντιμετωπίζω τον «εχθρό» μου, με τη βοήθεια των συμμάχων μου. Δε γίνομαι σμπαράλια στα πόδια τους. Θρυμματισμένος σε κομματάκια, να χρειάζομαι οπωσδήποτε τη βοήθεια άλλων, για να συνεχίσω να αναπνέω και να υπάρχω. Και έτσι ακόμα πιο σημαντικά, δεν παραδίνομαι στην κατάσταση μου. Συνεχίζω να προσπαθώ να την ελέγξω, να την κρατάω σφιχτά ανάμεσα στα δόντια μου, λες και αν την αφήσω θα ήταν η σειρά της και αυτή δε θα με δάγκωνε απλά, αλλά θα μ’ έκανε μια χαψιά. 

Και όλο αυτό μου προκαλεί ένα τεράστιο σφίξιμο στο στομάχι, ένα βάρος που με τραβάει προς τα κάτω και με αλυσοδένει. Γιατί υπάρχει ένα τεράστιο πρέπει, που φωλιάζει μέσα στον φόβο μου, που φυτρώνει μέσα από τη μονοκαλλιέργεια του τρόπου που αντιμετωπίζω τα δύσκολα που μου βάζει ο εαυτός μου. Μόνος μου.

Και ενώ είμαι ένας άνθρωπος που μοιράζεται τα εσώψυχα του (και μόνο η ύπαρξη αυτού του μπλογκ κάτι μαρτυρά), είμαι ένας άνθρωπος που το κάνει από μια θέση ελέγχου και ισχύος (και πάλι η ύπαρξη αυτού του μπλογκ θα έπρεπε να λέει κάτι). Αυτό νομίζω είναι μια τεράστια διαφορά. Δεν υπάρχει παράδοση, υπάρχει έλεγχος και σφίξιμο. Δεν υπάρχει συναίσθημα και εμπιστοσύνη, υπάρχει στρες και υπερβολική σκέψη. Μια σκέψη που κινείται προς κάθε κατεύθυνση, πανικοβλημένη, προσπαθώντας να βρει την έξοδο. Μόνη της.

Πολλές φορές τις σκέφτομαι αυτές τις στιγμές σαν να είμαι παγιδευμένος μέσα σε ένα πηγάδι και προσπαθώ να ανέβω στο φως, σκίζοντας τα δάχτυλα μου στους υγρούς αρμούς της πέτρας. Μόνος μου. Όχι ευάλωτος. Εξίσου πονεμένος όμως. Αλλά μόνος. Και άρα τρομοκρατημένος. Γιατί σε μια τέτοια συνθήκη, οι υπόλοιποι είναι όλοι εν δυνάμει εχθροί. Εκεί, μόνο ως κριτές και άρα για να σε σπρώξουν βαθύτερα στο πηγάδι. Και έτσι μένω μόνος μου, πασχίζοντας να μη δείξω τον πανικό μου, αλλά να χαμογελάω, ψεύτικα και παγωμένα. Κλειδαμπαρωμένος μέσα στην πανοπλία μου.

Τώρα όμως δεν έχω επιλογή, δεν υπάρχει πόρτα να κλείσω. Ή θα αφήσω αυτές τις μορφές του εαυτού μου να εκφραστούν, να δείξουν το πραγματικό τους πρόσωπο στον άνθρωπό μου ή θα τις θάψω μέσα μου, να εκολαψουν κι άλλες σκιές, καταπιέσεις, φόβους και μοναξιές.

Υπάρχει κάτι τρομερά όμορφο και απελευθερωτικό σ’ αυτό μαζί. Αυτό το μαζί, μου φαίνεται ό,τι πιο κοντά στον φεμινισμό, ως πολιτικό λόγο και πρακτική, μπορώ για την ώρα εγώ να καταλάβω και να αισθανθώ. Δίνει χώρο στους πραγματικούς μας εαυτούς, όχι στα φτιασίδια μας, αλλά σε ό,τι κουβαλάμε, σε όλα όσα είμαστε, γιατί δεν είμαστε ένα πράγμα είμαστε πολλά μαζί. Δίνει χώρο στη συνύπαρξη, στη συνεύρεση, στο χαμόγελο του «σε βλέπω», του «είμαστε ίδια», του «θα την παλέψουμε καλύτερα όταν προχωράμε παρέα, μαζί»1. Δίνει χώρο, κυκλικό, ανοιχτό προς όλες τις κατευθύνσεις, όχι χώρο μονοδιάστατο, με μία είσοδο, ένα βέλος, μία έξοδο.

Μήπως αυτό δεν είναι εκείνο που έχει επιβάλει η θέσφατη ετεροκανονικότητα, την απουσία άλλων επιλογών;

Την ώρα που τις γράφω αυτές τις γραμμές περνάνε όλα τα αρσενικά της ζωής μου μπροστά από τα μάτια μου. Σαν να τους βλέπω να χαμογελάνε κι αυτοί παγωμένα, σε μια υπερπροσπάθεια μην και φανεί πόσο έτοιμο να καταρρεύσει είναι το κατασκεύασμά τους. Τζέγκα αρρενωπότητας. Σαν να περπατάμε όλοι σε τεντωμένο σχοινί, και το παιχνίδι δεν είναι επιβίωσης αλλά παιχνίδι εικόνας. Δείξε ψύχραιμος. Δείξε συγκρατημένος. Δείξε ανεπηρέαστος. Μπορεί και να πεθαίνεις αλλά δεν έχει σημασία.

Πως στην ευχή μπορεί κάποιος να πνίγεται ελεγχόμενα;

1 Όπως λέει και η Sophie K. Rosa στο βιβλίο της Radical Intimacy, «για να μπορέσουμε να γιατρευτούμε, για να μπορέσει ο αγώνας για ελευθερία να γίνει εφικτός, πρέπει να δούμε τους εαυτούς μας και τους/τις άλλες/ους ως όντα που πονάνε και που προκαλούν πόνο, ως όντα που τους έχει γίνει κακό και που μπορούν να κάνουν κακό, ως υπάρξεις που τις χαρακτηρίζει η ρευστότητα: με τη δυνατότητα πάντα να είμαστε αλλιώς.

Σχολιάστε