Είμαι κάπως στο βάθος ομοφοβικός

Στις πρώτες αράδες που έγραψα σε αυτό το blog πριν κάποιους μήνες είχα αναφέρει φοβισμένα και μετρημένα «ότι είμαι κάπως στο βάθος ομοφοβικός». Είναι κάτι που το σκέφτομαι συχνά, αναμετριέμαι μαζί του, προσπαθώ να το κατανοήσω, να γίνω πιο συγκεκριμένος.

Όπως σε όλες τις περιπτώσεις που γράφω εδώ μέσα, ξεκινάω από μια αίσθηση και μια διαίσθηση. Σαν να προσπαθώ με κλειστά μάτια να ακολουθήσω ένα μονοπάτι και για να βρω τον δρόμο μου, ψηλαφώ το έδαφος με γυμνά πόδια.

Ο τρόπος για να το κάνω ως προς τον ομοερωτισμό μου και την ομοφοβία μου είναι να πατήσω σε 4 ξεχωριστές αναμνήσεις, οι οποίες σε έναν βαθμό αποτυπώνουν τις διαφορετικές φάσεις από τις οποίες πέρασα και έτσι συνθέτουν κάπως αυτήν την ιστορία μου. Μια ιστορία που δεν έχει σαφές τέλος, γιατί τώρα πια καταλαβαίνω ότι έχω πολλαπλές φωνές που με τραβάνε προς διαφορετικά μέρη. Υπάρχει μια διαφοροποίηση του θέλω και του είμαι, του είμαι και του πρέπει, του πρέπει και του «άι γαμήσου, άσε με ήσυχο».

Στην απάντηση του τι είμαι λοιπόν, θα πω για την ώρα είμαι οι αντιφάσεις μου και η κατανόηση τους και μια πυξίδα προσανατολισμένη στην ανάγκη για ευάερα και ευήλια πράγματα, για ανοιχτές πόρτες και σίγουρα αλλά ανάλαφρα βήματα.

Ας πιάσουμε όμως τις αναμνήσεις γιατί αισθάνομαι ότι πλατιάζω και αναμασώ τα ίδια και τα ίδια:

Η πρώτη δεν είναι μία ανάμνηση αλλά ένα σύνολο αναμνήσεων που έχουν να κάνουν με τα παιχνίδια σεξουαλικότητας στη διάρκεια της παιδικής μου ηλικίας. Αν εξαιρέσεις την πρώτη μου τέτοια ανάμνηση, που την τοποθετώ κάπου στα 5 με 6, και στην οποία το παιχνίδι κυριαρχούσε έναντι της σεξουαλικής διέγερσης (αυτή ήταν περισσότερο ένα μούδιασμα, ένα ερωτικό πάφλασμα, ένα σωματικό τράβηγμα), σ’ όλες τις υπόλοιπες είχα μαζί μου έναν φίλο, όχι μια φίλη και εκεί πρώτο βιολί έπαιζε η σωματική καύλα και όχι το παιχνίδι.

Πάντα υπήρχε βέβαια μια παιδικότητα σ’ αυτές τις συνευρέσεις, μια αίσθηση πολύ παρόμοια με το «μοιράζομαι το παιχνίδι μου», μια πολύ φυσική κοινή σωματική αντίδραση που έβρισκε έκφραση μέσα από την τυπική αλληλεπίδραση δύο αγοριών. Δε θυμάμαι να υπήρχε καμία συστολή, καμία ντροπή, κανένα ερωτηματικό σε όλα αυτά. Απλά ήταν. Η βάση της δεν ήταν η σωματική επαφή αλλά η κοινή εμπειρία της σωματικής καύλας, σαν οι αντιδράσεις του ενός να επιβεβαιώναν την εμπειρία του άλλου, ένας καθρέφτης γνωριμίας με τον εαυτό σου.

Την τελευταία φορά που είχα μια τέτοια εμπειρία πρέπει να ήμουν πλέον αρκετά μεγάλος, κοντά στα 13 και ζευγάρι μου ήταν ο ξάδερφος μου. Εκείνη τη φορά η καύλα ήταν πιο συγκεκριμένη, ποθούσε το σώμα του άλλου, αποζητούσε την επαφή. Και το παιχνίδι ήταν πιο ενήλικο, αντέγραφε τις σεξουαλικές πράξεις των ενηλίκων. Θυμάμαι τη στιγμή, κλασσική φάση καλοκαιρινού μεσημεριού, με το σπίτι της γιαγιάς να είναι ήσυχο και την επιταγή των μεγάλων στα παιδιά «πάτε για ύπνο» να λειτουργεί σαν πρόσκληση για αταξίες. Θυμάμαι την ένταση, την ερωτική διάθεση, το σώμα του ξαδέρφου μου. Θυμάμαι όμως και τον φόβο μου, το άγχος μου απέναντι στη φαντασιακή διείδυση. Δε φτάσαμε ποτέ εκεί και δεν ξέρω αν θα φτάναμε. Εμφανίστηκε ξαφνικά ο μεγάλος μου ξάδερφος, αδερφός του μικρότερου και συνομίληκου μου, και γρήγορα αλλάξαμε στάση σώματος, ελπίζοντας ότι δε μας έχει καταλάβει (αν και ακόμα θυμάμαι να αναγνωρίζω ένα βλέμμα απορίας στα μάτια του).

Η επόμενη ανάμνηση είναι περίπου από την ίδια περίοδο. Πρέπει να ήμουν λίγο μεγαλύτερος, ας πούμε 14. Ήταν σε συναυλία, στο γήπεδο της πόλης. Είχα μακριά μαλλιά, περίπου στο ύψος των ώμων. Ήμουν στο κάγκελο και είχα στραμένο το βλέμμα μου προς τη σκηνή όταν εμφανίστηκαν δύο χέρια, ένα από τα αριστερά και ένα από τα δεξιά μου και αρπάζοντας το κάγκελο με εγκλώβισαν στη θέση μου. Θυμάμαι να αισθάνομαι άβολα, να μου φαίνεται το όλο σκηνικό κάτι ανάμεσα σε αστείο, σε παρεξήγηση και σε κάλεσμα για καυγά. «Τι στο καλό,» σκέφτηκα και γύρισα να κοιτάξω τον άνθρωπο που τόσο άνετα μου έφραξε τον δρόμο. Ο τύπος όταν κατάλαβε ότι είμαι αρσενικό μπλάβιασε από τη ντροπή του, μουρμούρισε κάτι ακατάληπτο και έφυγε, πριν καν ανοίξω το στόμα μου.

Το γεγονός πως με μπέρδεψε για θηλυκό και λειτούργησε με αυτόν τον επιθετικό τρόπο δε θυμάμαι να με προβληματίσε και πολύ εκείνη τη στιγμή. Τώρα όμως μου σκάει ότι με εξέθεσε στην τυπολογικά αντρική σεξουαλική ενέργεια, την επιθετική, την «απλώνω χέρι», την «έχω δικαίωμα πάνω σου». Κι αυτή η εμπειρία, σε συνδυασμό με πολλές άλλες στις οποίες ήμουν μάρτυρας όχι στόχος, με κάνει να την αποστρέφομαι, να τη θεωρώ γλοιώδη, καθόλου ελκυστική, όμορφη, ενδιαφέρουσα, αλλά απολύτως ποταπή. Σαν η παρουσία της να είναι η απόλυτη εκδήλωση μιας άμυαλης, αναίσθητης, ισοπεδωτικής, «διαβολικής» ανάγκης, εκείνης που διαχωρίζει, όχι εκείνης που συνενώνει.

Η τρίτη ανάμνηση είναι πάλι στην εφηβική μου ηλικία, ένα με δύο χρόνια πιο μετά, ας πούμε στα 15 με 16. Ήμαστε στο αυτοκίνητο όλη η οικογένεια, σε κάποια μονοήμερη εξόρμηση στα βουνά της περιοχής μας. Ευτυχισμένη ανάμνηση θα έλεγα, στην οποία όμως χάσκει μια τρύπα στη μέση. Δε θυμάμαι πως έχουμε καταλήξει στη συγκεκριμένη κουβέντα, θυμάμαι όμως εμένα να δηλώνω ξεκάθαρα πως «όταν μεγαλώσω θέλω να είμαι εργένης, σαν τον Χ», (με Χ υποδηλώνεται ένα πρόσωπο του πολύ στενού μου οικογενειακού περιβάλλοντος, επιλέγω να κρατήσω την ταυτότητά του κρυφή για προφανείς λόγους). Από τα μπροστά καθίσματα επικρατεί για λίγο μια νευρική σιγή, μέχρις ώτου ο πατέρας μου πει ξερά: «ο Χ είναι ομοφυλόφιλος.» Δε συζητήθηκε τίποτ’ άλλο. Δεν ανοίξαμε κουβέντα. Δεν αναρωτήθηκα μεγαλοφώνως «και τι στο διάολο σημασία έχει τώρα αυτό;;;» Μια τέτοια πληροφορία, που για πρώτη φορά έφτανε στα αυτιά μου, για έναν άνθρωπο που έβλεπα σχεδόν κάθε βδομάδα και τον οποίο αγαπούσα, χρησιμοποιήθηκε από τους ενήλικες της ζωής μου ως κακό παράδειγμα, ως εργαλείο για να με τρομάξουν, για να με μαντρώσουν. Έχουν περάσει πάνω από είκοσι χρόνια και ακόμα το σκέφτομαι, ακόμα με παγώνει, ακόμα με κάνει να αναρωτιέμαι τι στο καλό σήμαινε για τους γονείς μου, που κατά τ’ άλλα είχαν πάντα στις παρέες τους ανθρώπους με διαφορετικές σεξουαλικές προτιμήσεις από τους ίδιους. Ο φόβος της παρέκκλισης από την κανονικότητα, χτυπούσε δυνατά στα μηνίγγια μιας κατά τ’ άλλα προοδευτικής ελληνικής οικογένειας.

Η τέταρτη και τελευταία ανάμνηση είναι από το πρώτο έτος του πανεπιστημίου. Πρώτοι μήνες σε νέα πόλη και όλα καινούργια. Καινούργια καθημερινότητα, καινούργιες γνωριμίες, καινούργια ζωή. Έχω πάει σινεμά με έναν καινούργιο φίλο. Είναι θυμάμαι απογευματινή προβολή και σαν να έχουμε βρει καταφύγιο στην αίθουσα και την οθόνη, απέναντι στην αμηχανία της φρέσκιας γνωριμίας και της παιδικότητας μας. Το κλίμα είναι φιλικό και χαλαρό. Ο φίλος έχει πάρει παγωτό σε κυπελλάκι και μου προσφέρει να δοκιμάσω. Και με ταΐζει με το κουτάλι του. Λίγο περιποιητικά αλλά αισθάνομαι και λίγο επίμονα. Ενώ, η κίνηση και η στιγμή είναι ιδιαίτερα καθημερινή και απλή, για κάποιο λόγο, που ακόμα δε μπορώ να διαλευκάνω, μου χτυπάει κάποιες ευαίσθητες χορδές. Σαν να παραβιάστηκα. Σαν αυτή η κίνηση οικειότητας να έκρυβε πίσω της και άλλα ενδεχόμενα, σαν να υπήρχε μια επίγευση σεξουαλικότητας που εγώ εκείνη τη στιγμή δεν ήξερα τι να την κάνω, πέρα από να την απομακρύνω. Δεν τον ξαναείδα τον φίλο. Ακόμα αναρωτιέμαι τι στο καλό συνέβη τότε, τι συνέβη σε ‘μένα.

Προσπαθώ να διαβάσω την ιστορία που λένε αυτές οι αναμνήσεις. Σίγουρα υπάρχει μια αντιδιαστολή ανάμεσα στην παιδικότητα της πρώτης φάσης και τη σοβαρότητα, αγκύλωση της δεύτερης, εφηβικής φάσης. Σαν από ‘κει που η σεξουαλικότητα ήταν παιχνίδι και εξερεύνηση χωρίς σωστό ή λάθος, να μετατράπηκε αυτοστιγμή σε σηματοδότη, σε διασταύρωση, σε φορέα ταυτότητας, σε μέτωπο μάχης. Σαν να απέκτησε προδιαγεγραμμένες πορείες και αντιμαχόμενες πλευρές. Σαν από αίσθηση να μετατράπηκε σε αφήγημα και από ανάγκη να μετατράπηκε σε προϊόν που κάποιος πουλά και κάποιος αγοράζει. Στενάχωρο μου φαίνεται όλο αυτό και συνεχίζω να αναρωτιέμαι γιατί.

Σκεφτόμενος όσα ξέρω για την εφηβική φάση της ανάπτυξης ενός ανθρώπου και ενθυμούμενος τη δική μου εφηβεία καταλήγω στο εύκολο συμπέρασμα ότι στην πορεία ενηλικίωσης ενός ανθρώπου, αυτή η ανάγκη σαφέστερου προσδιορισμού του «ποι@ είμαι» και η απόκτηση ξεκάθαρης ταυτότητας είναι σίγουρα βασικό συστατικό. Μήπως όμως μέσα από την ανάγκη να ανήκουμε κάπου, ισοπεδώνονται όλα όσα μας κάνουν διαφορετικ@ και όλα όσα δε χωράνε μέσα στο καλούπι της κυρίαρχης τάσης;

Και η σεξουαλικότητά μας παίζει τεράστιο ρόλο, ενδεχομένως από τους πιο μεγάλους, σε αυτήν την πορεία ενηλικίωσης μας. Γίνεται αυτό που διαχωρίζει του άντρες από τα αγοράκια, τις γυναίκες από τα κοριτσάκια, την ήρα από το στάρι. Και αν αυτός ο διαχωρισμός καταπιέζει τα ετεροκανονικά αγοράκια και κοριτσάκια, τι συμβαίνει με όσα δε μπορούν να συμπιεστούν μέσα σε αυτό το καλούπι; «απλά» περισσεύουν; «απλά» δεν ανήκουν πουθενά και μεγαλώνουν χωρίς ευδιάκριτα σημεία αναφοράς; «απλά» είναι αόρατα; «απλά» τρώνε στη μάπα όλη τη χλεύη μιας κοινωνίας που έχει μάθει να ενηλικιώνεται ετεροπροσδιοριζόμενη, όχι με βάση αυτό που είναι, αλλά με αυτό που φαίνεται να είναι, με αυτό που νομίζει ότι φαίνεται να είναι.

Και ΄κει σκάει με ένταση η απουσία κάθε ανοχής στις εκφράσεις τρυφερότητας μεταξύ δύο αντρών. Αυτή η κουλτούρα που συνδέει άκαμπτα κάθε επαφή και αλληλεπίδραση μεταξύ δύο αντρών με τη σεξουαλικότητα τους, λες και κάθε μας κίνηση και ανάγκη να είναι αποκλειστικά δείκτης της καύλας μας και εκείνης της επιθετικής, αρπάχτρας, «όλα δικά μου τα θέλω» αρσενικής σεξουαλικότητας.

#thelamemale #arrenotipota #MeTooGR

Νερράτζι

ΥΓ. To νέο για τον πατέρα που πήρε τη ζωή του επειδή κυκλοφόρησε βίντεο με τον γιο του σε σεξουαλικές περιπτύξεις με άλλον άντρα, με κάνει να σκέφτομαι με πόσες ανελευθερίες μας φαίρνει αντιμέτωπα/ες/ους η κοινωνία, πόσες πρέπει να ξεπεράσουμε για να ζήσουμε το δυνατόν πιο κοντά στην αλήθεια μας και πόσο δύσκολο είναι να βρούμε αυτήν την αλήθεια μας, τον πραγματικό μας εαυτό. Τεράστιο κρίμα αυτός ο εγκλωβισμός, αυτή η συμπίεση των ανθρώπων σε ένα και μοναδικό πράγμα, σε μία ταυτότητα, σε μία εικόνα, σε μια μόνο εκδοχή της ζωής.

Σχολιάστε