Μέσα απ’ τα μάτια ενός παιδιού

Τελευταία τριγυρνάει στο μυαλό μου μια ερώτηση: Στο σπιτικό που μεγάλωσα τι ρόλο έπαιζε η σεξουαλικότητα; Υπήρχαν φανερά σημάδια της; Αντιλαμβανόμουν τους γονείς μου ως ενεργά σεξουαλικά άτομα, ως άτομα που εξέφραζαν με κάποιον τρόπο σωματικό πάθος και σεξουαλική επιθυμία; και αν ναι, υπήρχε κάποια διαφορά μεταξύ του πατέρα και της μητέρας μου σ’ αυτές τις εκφράσεις; 

Πως να μιλήσω όμως για πράγματα τα οποία βρίσκονται στα παιδικά μου χρόνια. Πως να πατήσω σε αναμνήσεις και σκέψεις για τις οποίες δε μπορώ να είμαι 100% σίγουρος. Πως θα μπορούσα να είμαι άλλωστε. 

Ωστόσο, εκεί που δε μπορεί να φτάσει η λογική ανάλυση φτάνει κάτι πιο βαθύ, πιο εσωτερικό. Την εμπιστοσύνη που χρειάζομαι τη βρίσκω εκεί που η μνήμη καβαλάει το βίωμα και ξυπνάει στο παρόν. Γι’ αυτό και το γράψιμο που ακολουθεί είναι αρκετά ασύνδετο. Επιλέγω να το αφήσω έτσι, μέσα στα ερωτηματικά και τα αδιέξοδα του. Ελπίζω να βγάζει νόημα και σε άλλ@. 

Αυτό που καταλαβαίνω όσο αναζητώ σκέψεις, αναμνήσεις, αισθήσεις είναι ότι τα πράγματα περισσότερο αφέθηκαν ανείπωτα. Οι αμήχανες ησυχίες ή ανησυχίες όταν υπήρχαν ερωτικές σκηνές στην τηλεόραση. Ο ρόλος του ενός και μόνο βιβλίου, που αντιμετώπιζε το σεξ ως εργαλείο αναπαραγωγής και όχι ως αίσθηση, σώμα, ανάγκη (“ο Περ, η Ίντα και το μικρούτσικο”). Θυμάμαι, να είμαι 8-9-10 χρονών και να κάθομαι και να κοιτάω την εικόνα με το αντρόγυνο να κάνει σεξ και να αισθάνομαι πεταλούδες χαμηλά. Να υπάρχει μια σωματική αντίδραση δηλαδή και τον ρόλο του πατέρα μου να την παίρνει ο εικονογραφημένος μπαμπάς. Η μία και μόνη φορά που κατάλαβα τους γονείς μου να κάνουν σεξ και έτρεξα στη μεγάλη μου αδερφή να της το πω και αρχίσαμε να αποδομούμε μαζί τι στο καλό είχα δει. Θυμάμαι ακόμα την ανησυχία μου ότι ο πατέρας μου δε θα με πήγαινε γήπεδο γιατί θα ήταν κουρασμένος και την αδερφή μου να με διαβεβαιώνει ότι “τώρα θα είναι ακόμα πιο ευδιάθετος, μείνε ήσυχος”. Οι άβολες στιγμές που κατέγραφα το βλέμμα του πατέρα μου να ακολουθεί με μια κάποια ένταση γυναίκες στον δρόμο. Τα ξεκάρφωτα σεξουαλικά του σχόλια. Όχι πολλά, αλλά αρκετά για να καταγράφονται ως βασικός τρόπος σεξουαλικής έκφρασης και η αίσθηση ότι μοιράζομαι μαζί του κάτι μυστικό, κάτι ένοχο, κάτι αποκλειστικά αντρικό. 

Και η μάνα; η μάνα δεν υπήρχε καθόλου σε αυτό το πλαίσιο. Καμία αίσθηση και εικόνα για τη δική της σεξουαλικότητα. Αν έπρεπε οπωσδήποτε να πω, θα έλεγα πως δεν υπήρχε, πως δεν επιθυμούσε κάτι. Ή αν ήθελε κάτι ήθελε να είναι όμορφη, θελκτική, ελκυστική. Θυμάμαι να την παρατηρώ να βάφεται και να στολίζεται. Αυτή είναι η βασική μου ανάμνηση που φτάνει πιο κοντά στη σεξουαλικότητα της μητέρας μου. Από ‘κει και πέρα τίποτα. Προσπάθειες συζήτησης σε μετέπειτα χρόνους και αναφορές στα πρώτα της αγόρια. Αλλά αυτές οι ιστορίες είχαν και έχουν ένα επίπεδο μυθιστορίας, μυθοπλασίας. Δεν ακουμπάγανε πλέον κάπου. Τα αισθανόμουν περισσότερο ως χαμένα ενδεχόμενα, όχι ως κάτι που διέτρεξε και διατρέχει τη ζωή της.

Τι συμβαίνει όταν μεγαλώνουμε σε σπιτικά όπου η σεξουαλικότητα των γονιών παραμένει αόρατη, μη αισθητή, ανύπαρκτη; όταν το μόνο που καταγράφεται είναι μια υπόγεια, καταπιεσμένη σεξουαλικότητα του πατέρα και μια ανύπαρκτη σεξουαλικότητα της μητέρας; Δεν οδηγούμαστε στην πλέον στερεοτυπική προσέγγιση, όπου το αρσενικό είναι ο φορέας της σεξουαλικότητας, την οποία πρέπει να διεκδικήσει και το θηλυκό είναι ο αποδέκτης αυτής της σεξουαλικότητας, την οποία πρέπει να διαχειριστεί, να αποδεχτεί ή να αρνηθεί; Πως όλα αυτά όρισαν τελικά τη δική μου σεξουαλικότητα;

Αισθάνομαι ότι τη φόρτωσαν με ενοχές, τύψεις και ανείπωτες σκέψεις. Σαν το σεξ να είναι κάτι που πρέπει να αποσπάσω από τις γυναίκες της ζωής μου, όχι κάτι το οποίο μπορώ να μοιραστώ μαζί τους ισάξια. Σαν να πρέπει να τις κερδίσω, να τις κατακτήσω, να τις πείσω και να τις αποπλανήσω αλλιώς δε θα μπορέσω να πάρω το δώρο το οποίο μόνο αυτές μπορούν να μου προσφέρουν και άρα να με χρήσουν άξιο αρσενικό. Σαν οι ίδιες να μη θέλουν σεξ αλλά όλα τα υπόλοιπα, τα οποία συνοδεύουν τις κινήσεις του αρσενικού που θέλει σεξ. Σαν δηλαδή οι ρόλοι να είναι απολύτως διακριτοί και προκαθορισμένοι και το σεξ να γίνεται ένα εργαλείο ανταλλαγής, ένα νόμισμα, ένα αλισβερίσι, που δεν έχει τη δική του αξία αλλά προσδίδει αξία. 

Διαβάζω ξανά και ξανά τι έχω γράψει και σκέφτομαι ότι η σχέση μου με το σεξ είναι μια ιστορία καταπίεσης, μια ιστορία ανελευθερίας. Μια ιστορία αδυναμίας να βρω τον εαυτό μου μέσα σε όλο τον κοινωνικό θόρυβο και τις οικογενειακές σιωπές. Τι θέλω με ρωτάω και τώρα και αντιμετωπίζω έναν λαβύρινθο απαντήσεων και ανταπαντήσεων, παιχνίδια με τη σκιά και με τις πολλαπλές μου αλήθειες, έναν φόβο ότι η σεξουαλικότητα μου τελικά δεν είναι κάτι το αποδεκτό, αλλά είναι κάτι που πρέπει να καλλωπιστεί, να φασκιωθεί, να τακτοποιηθεί. 

Οι σιωπές του γονικού μου σπιτιού ήταν όμως το μόνο που με διαπαιδαγώγησε σεξουαλικά; Τι συνέβη με τις ταινίες, τις διαφημίσεις, τα κινούμενα σχέδια που είδα μικρός; Τι ρόλο έπαιξαν και παίζουν οι κουβέντες και οι βρισιές που έμαθα να ανταλλάζω με τους φίλους μου στο δημοτικό; μήπως παίζει έτσι να οικειοποιήθηκα για πρώτη φορά το γυναικείο όπως και το αντρικό σώμα, όπως και τη συνεύρεση και τη σεξουαλικότητα, μέσω δηλαδή της βρισιάς; 

μαλάκας

αρχίδι

γαμιέσαι

της μάνας σου

μουνί

πούστη

κωλόφαρδε

πουτάνα 

Δε θα βιαστώ να τα αναλύσω όλα μονοκοπανιά. Θα αφήσω να κατακάτσει η αναμπουμπούλα να δω τι άλλο θα βγει. Και θα επανέλθω. 

“Όλ@ μαθαίνουμε να είμαστε σεξουαλικ@ στο πλαίσιο μιας κοινωνίας όπου το σεξ ορίζεται ως κατεξοχήν μια ετεροφυλόφιλη πράξη, ως κολπική συνουσία, ως μια σεξουαλική δραστηριότητα που έχει ένα ενεργητικό υποκείμενο και ένα παθητικό αντικείμενο.”

“Η σεξουαλικότητα έχει εξέχουσα σημασία στην προσπάθεια του άντρα να γίνει αρρενωπός.”

Louisa Allen, 2003, Girls Want Sex, Boys Want Love: Resisting
Dominant Discourses of (Hetero)Sexuality

 

Νερράτζι

ΥΓ. μου σκάει μια έντονη κριτική απέναντι σε αυτά που μόλις έχω γράψει. Η απουσία σεξουαλικότητας της μητέρας μου δε σημαίνει σίγουρα ότι δεν υπήρχε/υπάρχει η σεξουαλικότητα της αλλά ότι μάλλον έχω ανατραφεί να διαβάζω μόνο τα αρσενικά/πατριαρχικά σημάδια της σεξουαλικότητας. 

Παραθέτω εδώ ένα μικρό κομμάτι από ένα επιστημονικό άρθρο πάνω στη γυναικεία σεξουαλική επιθυμία, όχι γιατί είναι απαραίτητα σωστά αυτά που λέει, αλλά γιατί ανοίγει επιπλέον ενδεχόμενα (η μετάφραση στα ελληνικά δική μου):

Οι συμπεριφορές που προκύπτουν από αυτού του είδους τις αυθόρμητες, ενεργητικές, σωματικά εκκινούμενες αντιδράσεις (πχ. σεξουαλικές σκέψεις, φαντασιώσεις, αυνανισμούς, πρωτοβουλία σεξουαλικών συνευρέσεων) είναι πιο συνήθεις, κατά μέσο όρο, στους άνδρες, απ’ ότι στις γυναίκες. Πολλοί επαγγελματίες [σεξολόγοι], όπως και μεγάλο τμήμα του γενικού πληθυσμού, αντιλαμβάνονται όλα αυτά ως απόδειξη ότι οι άνδρες έχουν πιο έντονη σεξουαλική επιθυμία από τις γυναίκες, κάτι που μοιάζει σωστό όταν χρησιμοποιούμε τα αντρικά στάνταρ. Εντούτοις, αυτά τα στάνταρ αγνοούν την έμφυλη διάσταση της εξουσίας στην κοινωνία και επομένως τον τρόπο με τον οποίο οι έμφυλες διαφοροποιήσεις αποτελούν αντικείμενο ελέγχου, αντιμετωπίζονται ως κάτι το φυσικό, ή ως κάτι που δεν υφίσταται καθόλου. Όπως επισημαίνει η Tiefer (2000), δε θα έπρεπε να υποθέτουμε πως “η σεξουαλική εμπειρία των γυναικών θα ήταν καλύτερη, πιο φυσιολογική ή πιο ικανοποιητική, εάν προσομοίαζε το δυνατόν περισσότερο τη σεξουαλική εμπειρία των ανδρών”. Επιπλέον, η Leiblum (2002) εικάζει ότι “εάν η σεξουαλική ορμή [επιθυμία] γινόταν κατανοητή λιγότερο ως προς τη συχνότητα επαφής των γεννητικών οργάνων και περισσότερο ως σεξουαλικότητα, θα σκεφτόμασταν πως οι γυναίκες είναι πιο σαρκικές από τους άντρες”.

Wood J., Koch B. and Mansfield P. 2006. Women’s Sexual Desire: A Feminist Critique. The Journal of Sex Research. Vol. 43. pp. 236-244

Σχολιάστε