Γλυκά πρότυπα αρρενωπότητας

«Είσαι γλυκούλης,» μου λέει και το αρσενικό μέσα μου χλιμιντρίζει παρεξηγημένο.

Είναι τόσο αποκαλυπτική εμπειρία όταν παρατηρώ τον εαυτό μου ως εξωτερικός παρατηρητής. Όταν τον βλέπω να κλωτσάει με πράγματα και δε μπορώ να αντιληφθώ ακριβώς γιατί. Όταν υπάρχει μεγάλη απόσταση ανάμεσα στον συνειδητό εαυτό μου (εκείνον που μπορεί δηλαδή να συνδέσει την εμπειρία με τη σκέψη) και τον άλλον που ελλοχεύει στα σκοτάδια και γίνεται αντιληπτός μέσα από βίαιες αντιδράσεις. Βίαιες αντιδράσεις, όχι πρωτίστως προς άλλους/ες/α, αλλά προς τον εαυτό μου. Αντιδράσεις που με τσακίζουν, μου βάζουν τρικλωποδιές και με κάνουν να χάνω τον βηματισμό μου, με καταπιέζουν και με απομακρύνουν από την εμπειρία που ζω εκείνη τη στιγμή. Και οι άνθρωποι γύρω μου γίνονται αποδέκτες αυτής της απώλειας ελέγχου, που εκφράζεται ως υπερευαισθησία, ως ακατανόητη και άνιση αντίδραση.

«Είσαι γλυκούλης,» μου λέει και ‘γω αντί να χαμογελάω και να αποδεχτώ τη φιλοφρόνηση της, ανησυχώ και φοβάμαι.

Ανησυχώ για μια ταμπέλα που με απομακρίνει από την εικόνα του άτρωτου, γοητευτικού, δυνατού αρσενικού. Φοβάμαι ότι η κοπέλα που γουστάρω θα επιλέξει να με βάλει στην κούτα με τα αρκουδάκια της και όχι στην κούτα με τους δονητές της. Σφίγγομαι στη σκέψη ότι θα σταματήσει να με βλέπει ως τον επιβήτορά της και θα με βλέπει μονάχα ως το σπίτι της.

Δεν είναι η λέξη «σπίτι» που με στριμώχνει. Όχι. Αυτή η λέξη έχει μια ζεστασιά, μια θαλπωρή, μια αποδοχή που μόνο με θετικούς συνειρμούς ταιριάζει. Χθες, πχ. είχα μια συζήτηση, στο πλαίσιο συνάντησης για ζητήματα κατοικίας και για το πως οι λέξεις που χρησιμοποιούμε προσδίδουν (ή αφαιρούν) αξία στα πράγματα. Έτσι το σπίτι μας δεν είναι μόνο η στέγη πάνω από τα κεφάλια μας αλλά και ο χώρος στον οποίο μπορούμε να είμαστε απόλυτα ο εαυτός μας και το μέρος στο οποίο έχουμε έντονα την αίσθηση του ανήκειν.

Η λέξη «μονάχα» είναι εκείνη που καταλαβαίνω ότι σηματοδοτεί την κλωτσιά, το άγχος και την ανησυχία, που βγαίνει σε χλιμίντρισμα και σε ανάγκη αντίδρασης. Είναι ο φόβος ότι αν μπω κάτω από την ταμπέλα «γλυκούλης» θα σταματήσω να είμαι κάτω από την ταμπέλα «καύλα» και «με τρελαίνεις» και «τα χάνω με την πάρτη σου». Σαν το ένα μονοπάτι να ακυρώνει αυτοστιγμή το άλλο και να μην υπάρχει περιθώριο συνύπαρξης. Και το επόμενο βήμα είναι να προσπαθήσω να καταλάβω γιατί υπάρχει αυτός ο τόσο έντονος διαχωρισμός, αυτό το ξύλο απελέκυτο, άσπρο/μαύρο πατριαρχικό αποτύπωμα που επιτάσσει: ή γαμιάς ή σύντροφος, ή αδάμαστος ή μαντρωμένος, ή αγέρωχος ή γλυκούλης, ή γοητευτικός ή οικείος και ζεστός;

Και καταλαβαίνω ότι η λογική μου δε μπορεί να δώσει τις απαντήσεις που αναζητώ. Ότι ο εκ λογικευμένος μου εαυτός δε μπορεί να φτάσει τόσο βαθιά. Σαν να πρέπει να διαβώ πολλαπλά πέπλα ακατανόμαστων συναισθημάτων και κάθε φορά να πρέπει να αφήσω πίσω κομμάτι του συνειδητού μου εαυτού. Πολύ γαμημένο δύσκολο ταξίδι, γιατί η ανάσα μου διαπιστώνω ότι δεν αρκεί για να φτάσω τόσο βαθιά. Τουλάχιστον όχι ακόμα. Επομένως, παφλάζω στην επιφάνεια και προσπαθώ να καταλάβω τα σχήματα στον βυθό μέσα από τις διαθλάσεις που καταφέρνουν να ανέλθουν ως εμένα.

Όπως και στα προηγούμενα κείμενα που έχω γράψει αυτό που νομίζω ότι μπορεί να με βοηθήσει να καταλάβω τα σχήματα στον βυθό είναι η μέχρι τώρα ιστορία μου και εμπειρία μου. Και θα ξεκινήσω να ξετυλίγω το κουβάρι από τα πρότυπα αρρενωπότητας που με μεγάλωσαν. Ήταν καθόλου τρυφερά; Σε ποιο πλαίσιο ήταν αποδεχτό να τα αποκαλέσεις «γλυκά» χωρίς να αφαιρέσεις φτερά αρρενωπότητας; Μπορούσαν να είναι ευάλωτα; Ήταν γοητευτικά όταν δεν ήταν αγέρωχα, μυστήρια, με την αίσθηση ότι ποτέ δεν ξέρεις τι σου ξημερώνει;

Από αυτήν την παράθεση διαπιστώνω ότι περισσότερο με διαμόρφωσαν τα στερεότυπα αρρενωπότητας της κοινωνίας παρά το πρότυπο του πατέρα μου. Σαν η εικόνα του να μη μπορούσε να ανταγωνιστεί σε κανέναν βαθμό όλες τις ιστορίες που έφαγα με το κουτάλι από μικρός. Πως θα μπορούσε άλλωστε να γίνει πιο ορατός και φωτεινός από τους χιλιάδες ήρωες που γοήτευαν τα πλήθη και με οδηγούσαν σε χίλιες και μία περιπέτειες.

Ήρωες που μόνοι τους έπεφταν και μόνοι τους σηκώνονταν. Πρωταγωνιστές, που δεν είχαν ανάγκη κανέναν, παρά μόνο για να επιβεβαιωθεί ο πρωταγωνιστικός τους ρόλος. Αρσενικά που σε κανένα επίπεδο δε θα υπήρχε ο χαρακτηρισμός «γλυκούλη» δίπλα τους, αλλά «περιπετειώδη», «θαρραλέα», «μυστήρια», άντε και λίγο «ανώριμα», με μια δόση αρχηγικού «νοιαξίματος». Σε καμία περίπτωση δεν τους ήθελαν γιατί ήταν γλυκούληδες. Το γλυκούλης άνηκε περισσότερο σε κωμικές καταστάσεις, αρκετά απομακρυσμένες έως απολύτως αποστειρωμένες από κάθε αίσθηση ηρωισμού, ερωτισμού και πάθους. Σε οικόσιτα αρσενικά δηλαδή και όχι καβαλάρηδες του ονείρου, σε πρωταγωνιστές που ήταν γκαφατζίδικα θύματα της καθημερινότητάς τους και όχι παρορμητικοί γητευτές της ζωής.

Αναζητώντας περισσότερες πληροφορίες για τις αναπαραστάσεις της αρρενωπότητας μέσα από δημοφιλείς ταινίες βρήκα μια μελέτη του 2009 από την Brittney Linn Hibbeller που μελετά τις ταινίες της Disney από το 1930 έως το 2007 (διαθέσιμη εδώ). Έχει ορισμένα σημεία που με βοήθησαν να καθαρίσω κι άλλο τη σκέψη μου ή αν θέλετε να της προσδώσουν και λίγο επιστημονικότητα. Αντιγράφω (και μεταφράζω) κάποια εδώ με την ελπίδα να βοηθήσουν κι άλλους/ες/α:

  • Η θεωρία της κοινωνικής μάθησης υποστηρίζει ότι το άτομο αντιγράφει τη συμπεριφορά του από τα πρότυπα που είναι διαθέσιμα (και επιστρέφω στη σκέψη λίγο παραπάνω, ποια ήταν τα διαθέσιμα πρότυπα αρρενωπότητας σε μένα;)
  • Παιδιά ηλικίας 8 με 12 αρχίζουν να παρακολουθούν περιεχόμενο για να αποκομίσουν πληροφορίες για τον πραγματικό κόσμο. Καθώς τα ζητήματα φύλου είναι κυρίαρχη θεματική στις ταινίες του Disney, τα παιδιά σε αυτή την ηλικιακή ομάδα, ενδέχεται να βλέπουν ταινίες του Disney για να βρουν πληροφορίες σχετικά με τη «σωστή» συμπεριφορά των φύλων (είμαι σίγουρος γι’ αυτό, ακόμα θυμάμαι την ερωτική διάθεση που ένοιωθα βλέποντας σκηνές τρυφερότητας σ’ αυτές τις ταινίες και να υπάρχει κάπως ένα αποτύπωμα ζήλειας στην εμπειρία μου, ένα έντονο «θέλω» που εκείνη τη στιγμή μόνο εξ αντανακλάσεως μπορούσα να ζήσω. Η ίδια πηγή μιλάει για τη μεγάλη σημασία του μιμητισμού και της ταύτισης στη διαδικασία δημιουργίας προτύπων/στερεοτύπων).
  • Καθώς βλέπουν ταινίες της Disney, τα παιδιά καταλαβαίνουν ότι ορισμένοι χαρακτήρες επιβραβέυονται για τη συμπεριφορά τους και ότι άλλοι τιμωρούνται. Όταν ένας χαρακτήρας επιβραβεύεται για τη συμπεριφορά του, το παιδί πιθανότατα θα επιλέξει να εκτελέσει μια παρόμοια συμπεριφορά ώστε να τύχει επιβράβευσης, εάν ωστόσο ένας χαρακτήρας τιμωρηθεί για τη συμπεριφορά του, τότε το παιδί πιθανόν να αποφύγει να αντιγράψει αυτήν τη συμπεριφορά.
  • Οι κεντρικοί χαρακτήρες στις ταινίες του Disney, που συνήθως έχουν ηρωική υπόσταση, είναι πολύ πιο πιθανόν να αποτελέσουν πρότυπα για τα παιδιά, καθώς συμβάντα ή χαρακτήρες που «αποτιμώνται θετικά» είναι πολύ πιο πιθανόν να αποτελέσουν πρότυπο από συμβάντα που αποτιμώνται αρνητικά. Ακόμα και αφού ολοκληρώσουν επιθετικές δράσεις, οι καλοί χαρακτήρες φαίνεται να επιβραβεύονται με την αγάπη μιας γυναίκας ή των θαυμασμό των άλλων. Κάτι που στέλνει το μήνυμα ότι ακόμα και αν χρειαστεί να γίνεις επιθετικός για να πετύχεις τους στόχους σου, τελικά θα επιβραβευτείς (ποια είναι η επιβράβευση που εγώ κατέγραφα μικρός; η πιο μειλίχια υπόσταση του πατέρα μου επιβραβευόταν κάπως στα μάτια μου; αισθάνομαι ότι περισσότερο πρότυπο αρρενωπότητας υπήρξε ένας από τους φίλους μου στο δημοτικό, που του αποδίδαμε αρχηγικά χαρακτηριστικά και ιδιότητες, παρά ο πατέρας μου – εκείνον μπορώ να πω ότι τον θαύμαζα και τον ζήλευα, ήθελα να είμαι στη θέση του, όχι τον πατέρα μου).

Από όλα τα παραπάνω μου ρίχνουν μεγάλο χαστούκι ένα-δύο βασικά πράγματα.

Ένα, ότι ο πατέρας μου μάλλον δεν αποτέλεσε ισχυρό πρότυπο αρρενωπότητας για μένα. Μου είναι πολύ δύσκολο να τον διαβάσω μέσα μου. Να τον βρω. Περισσότερο γίνεται αντιληπτός ως σκιά στη ζωή μου. Όχι δηλαδή ως κάτι χειροπιαστό με το οποίο μπορώ να αλληλεπιδράσω αλλά ως κάτι που υπονοείται, που είναι παρών/απών, ανάμεσα στις λέξεις και στις εμπειρίες, όχι μέσα σ’ αυτές. Επομένως, αν δεν ήταν αυτός πρότυπο αρρενωπότητας ποιος/οι ήταν; Και μου είναι αρκετά τρομακτικό να διαπιστώνω ότι με διαμόρφωσαν όλα όσα δέχτηκα μικρός ως παθητικός δέκτης.

Δύο, ότι έχω σίγουρα και ‘γω μεγάλα φορτία αρρενωπότητας, τόσα που κάνουν μια λέξη όπως το «γλυκούλης» απειλή για την ταυτότητά μου και στη σχέση μου με την κοπέλα μου. Πόσο επιφανειακή τελικά μπορεί να είναι η αρρενωπότητά μου αν τρεμοπαίζει τόσο εύκολα; Τελικά υφίσταται ή μήπως είναι ένα φτιασίδι που λίγο αν κοιτάξεις περισσότερο αρχίζει να δείχνει το πόσο ετοιμόροπο είναι; Διαπιστώνω ότι το «γλυκός» το αντιλαμβάνομαι σαν έναν εύκολο, προμασημένο χαρακτηρισμό, κάτι δηλαδή που δεν αξίζω, που δεν έχω κατακτήσει, που δε μου επιτρέπει στην τελική να τον αγκαλιάσω, να τον ευχαριστηθώ και να τον ζήσω. Αυτή η αίσθηση έρχεται σε απόλυτη αντιδιαστολή με την φτερωτή, περιπετειώδη αρρενωπότητα, που λαμβάνει αναγνώριση και θαυμασμό όταν καταφέρει κάτι, βγει νικήτρια από μία περιπέτεια, αποδείξει την ικανότητά της.

Δεν ξέρω αν καταλήγω κάπου μέσα από αυτό το παραλλήρημα. Βρίσκομαι κάπου μεσοπέλαγα ανάμεσα στη διάθεση μου να πω ότι είναι εύκολο να φτιάξω τα δικά μου πρότυπα αρρενωπότητας (να την η αρρενωτίποτα!) και τη δύναμη της ματιάς της, που περνάει μέσα από την ανάγκη επιβεβαίωσής μου και φτάνει στα πιο βαθιά φυτεμένα μου στερεότυπα, από τα οποία τόσο δύσκολα μπορώ να απαγκιστρωθώ.

#thelamemale #arrenotipota #MeTooGR

Νερράτζι

ΥΓ. Φοβάμαι πως η ταχύτητα με την οποία γράφω και σκέφτομαι γύρω από τόσο πολύπλοκα θέματα καταλήγουν σε απλουστεύσεις. Το θέμα των προτύπων αρρενωπότητας που ξεκίνησα να ξετυλίγω εδώ είναι τεράστιο και έχει αποτελέσει αντικείμενο πολλών ερευνών. Εγώ το μόνο που καταφέρνω να κάνω είναι κάπως να αναδείξω ότι υπάρχει και να του κλείσω το μάτι.

Στην προσπάθειά μου να καταγράψω τις σκέψεις και τις αισθήσεις μου διέτρεξα κάποιες πηγές επίσης γρήγορα. Παραθέτω εδώ αυτά που μου έκαναν περισσότερο εντύπωση:

Από τα «Gender Stereotypes in Hollywood Movies and Their Evolution over Time: Insights from Network Analysis», των A.Μ Kumar, J. Goh, T. Tan και C. Siew (Big Data Cogn. Comput, 2022, διαθέσιμο εδώ) και «Masculinity in Children’s Film: The Academy Award Winners», της N. Kauklija (Bachelor Thesis στο πανεπιστήμιο Linneaus, 2018, διαθέσιμο εδώ):

Στην ανθολογία τους «Exploring Masculinities: Identity, Inequality, Continuity and Change» οι Pascoe και Bridges σημειώνουν πως οι αλλαγές στο τι σημαίνει η αρρενωπότητα (δηλαδή, τι σημαίνει να είναι κανείς «άνδρας»), συνήθως ακολουθούν, δεν προπορεύονται των αλλαγών στη σημασία της θηλυκότητας. Επιπλέον, τονίζουν ότι οι άνδρες είναι πιο πιθανόν να γίνονται αντιληπτοί ως εκείνοι που είναι λιγότερο πιθανόν να προκαλέσουν αλλαγές στις έμφυλες σχέσεις καθώς είναι η κοινωνική ομάδα που βρίσκεται σε θέση εξουσίας. Επομένως ιστορικά, οι ορισμοί της αρρενωπότητας λειτουργούν αντιδραστικά στις τροποποιήσεις των ορισμών της θηλυκότητας.

Σύμφωνα με τον Kimmel, ο ανδρισμός επιτυχάνεται μέσα από πολιτισμικά σύμβολα και την καθυπόταξη των γυναικών. Η επίτευξη του ανδρισμού είναι μια ακατάπαυστη δοκιμασία. Η αποτυχία να ενσαρκώσεις, επιβεβαιώσεις ή φτάσεις τον ανδρισμό είναι πηγή σύγχυσης και πόνου για τους άνδρες. Στη συζήτησή του για τα αγόρια, ο Kimmel υποστηρίζει ότι η πίεση να ζήσουν σύμφωνα με έναν «κώδικα ανδρισμού» αναγκάζουν πολλά παιδιά να καταπνίξουν πολλά συναισθήματα που θεωρούνται ευνουχιστικά, όπως εκείνα της ευαλωτότητας, της αλληλοεξάρτησης και της συμπόνιας, ενώ καλλιεργούν μια υπερβολικά αρρενωπή, ασυναίσθητη, στάση ζωής.

Σχολιάστε