«Μαμά, είμαι έτοιμος να κάνω σεξ;»

Από την πρώτη στιγμή που ξεκίνησα αυτό το blog είχα στο μυαλό μου δύο θέματα για τα οποία ήθελα πολύ να γράψω αλλά αισθανόμουν ανέτοιμος να το κάνω. Βλέπετε, βρίσκονται πολύ κοντά στον πυρήνα της ανασφάλειας μου ως ετερο-αρσενικό. Φοβόμουν επομένως ότι θα εκτεθώ παραπάνω απ’ όσο αντέχω, ακόμα και μέσα στην ασφάλεια που μου παρέχει η ανωνυμία. Αυτός ο γαμημένος πέλεκυς που κρέμεται πάνω από το κεφάλι μου: «τι θα πει ο κόσμος για μένα;» «θα με βρει μαλθακό μαλάκα;» «θα με νομίζει για αποτυχημένο, απογοητευτικό, κοινό θνητό;» «θα γελάσει με την κατάντια μου και με τα μικροβάσανα μου, απαξιώνοντας αυτά και ‘μένα τελείως;»

Γράφοντας όμως έναν χρόνο και κάτι λίγους μήνες μέσα εδώ, εγκαθιδρύεται όλο και περισσότερο η αίσθηση ότι όσα γράφω δεν είναι αποκλειστικά δικό μου βίωμα, αλλά  ένα βίωμα κοινό για τα περισσότερά μας. Κι αυτό απελευθερώνει μια ενέργεια χαλαρή και αυτοερωτική. Εκείνη που εκφράζεται με το ανασήκωμα των ώμων, ένα χαμόγελο και τη σκέψη «δε με νοιάζει – ας σκεφτεί ο κόσμος ότι θέλει». Στην ενέργεια αυτή, του χαμόγελου και της ελευθερίας, δίνει ακόμα περισσότερη φόρα ένα ήλεκτρο που μπήκε πρόσφατα στη ζωή μου.

Κι έτσι βρίσκομαι σε μια συνθήκη που μου επιτρέπει να ανοίξω δημόσια τους πιο ενδόμυχους φόβους μου, με την ελπίδα ότι αυτό θα με οδηγήσει ακόμα βαθύτερα, γιατί όχι και στους επόμενους φόβους, που τώρα κάπου κουρνιάζουν στο σκοτάδι.

Συγχωρέστε με που μακρυγορώ πριν μπω στην ουσία. Σαν να κάνω διατάσεις δείτε το. Σαν να ζεσταίνονται τα δάχτυλα που χτυπάνε το πληκτρολόγιο, το σώμα που αναζητά την αίσθηση και το μυαλό που πλάθει σκέψεις με λέξεις. Να ορίστε, ξεκινάω:

Ποτέ δε θεωρούσα ότι είχα ιδιαίτερη επιτυχία με το άλλο φύλο. Άργησα πολύ (κάποιοι/ες/α θα πουν στοργικά «πήρες τον χρόνο σου») να πάρω μπρος, να αισθανθώ ότι ξέρω τι θέλω και έχω βρει τρόπους να το διεκδικώ χωρίς να παραβιάζω τον εαυτό μου. Είμαι στα 39 και για να πω την αλήθεια νομίζω ότι κατάφερα να προσεγγίσω τον δικό μου τρόπο ερωτικής συσχέτισης με το άλλο φύλο μόλις τα τελευταία 5 χρόνια. Μέχρι τότε, περισσότερο με οδηγούσε η ανάγκη του να είμαι ερωτικά ενεργός, τελεία και παύλα. Να μην είμαι μόνος μου δηλαδή, να μην είμαι μαγκούρης και ανέραστος. Να αποφύγω δηλαδή αυτήν την πολύ σκληρή εικόνα για τον εαυτό μου, που δεν είναι επιθυμητός, δεν είναι γοητευτικός, δεν είναι πετυχημένος.

Θυμάμαι σα χτες ακόμα την τεράστια πίεση που αισθανόμουν όντας ακόμα χωρίς καμία σεξουαλική εμπειρία στα 20 μου. Μ’ έτρωγε από μέσα προς τα έξω αυτή η συνθήκη. Προσπαθούσα να καταλάβω τι μου συμβαίνει, τι κάνω και δε μπορώ να ζήσω αυτό που έβλεπα τους φίλους μου να ζουν με πόδια και χέρια, τόσο απελευθερωμένα. Όπως όταν είσαι καλεσμένος σε πάρτυ αλλά παραμένεις ανήμπορος να συμμετάσχεις και κάθεσαι και το κοιτάς από μακριά, απ’ έξω, και σιγά σιγά γίνεσαι αόρατος στους άλλους και τις άλλες και βυθίζεσαι όλο και περισσότερο στην αίσθηση μοναξιάς σου. Βρίσκεσαι μόνος με ‘σένα και τρως τα ρούχα σου περιτριγυρισμένος από αιώνια λες γιατί που γρονθοκοπανάνε τα πάντα μέσα σου.

Τώρα μπορώ και χαμογελάω με όλα αυτά, γιατί ξέρω ότι αυτά με κάνανε αυτό που είμαι και είμαι κάτι το ωραίο. Τότε όμως τα αισθανόμουν βαθύτατα υπαρξιακά, να αμφισβητούν την ίδια μου την ύπαρξη. Θυμάμαι έναν καλό μου φίλο να με ρωτάει με νοιάξιμο και αγάπη, «ρε συ, τι στο καλό σου συμβαίνει, μήπως τον έχεις μικρό και φοβάσαι;» και ‘γω να μένω παγωτό και να ανοίγω έναν ακόμα κυκεώνα αυτοαμφισβήτησης και ανησυχίας.

Θυμάμαι σα χτες την τεράστια προσπάθεια μου να προσεγγίσω ερωτικά την κοπέλα που αποφάσισα ότι θα μπορούσε να είναι η πρώτη μου. Ήμουν τόσο μα τόσο μπλοκαρισμένος. Ήμασταν στον δοξασμένο Αρμενιστή Χαλκιδικής, όπου πάντα ξεκινούσε το καλοκαίρι μας μετά την εξεταστική. Η κοπέλα ήταν αυτή που έκανε την πρώτη κίνηση. Κι εγώ να μη μπορώ. Κυριολεκτικά να κουλουριάζομαι στην παραλία και να γίνομαι μωρό στα πόδια της. Παρά την τεράστια ανάγκη μου να ξεμπλοκάρω αυτό το κομμάτι του εαυτού μου, αυτό που με συγκρατούσε ήταν πιο δυνατό και μ’ έκανε μια ευάλωτη, μαλθακή, ανίκανη μπαλίτσα.

Αν προσπαθήσω να ψάξω την πηγή όλων αυτών των συναισθημάτων, ο δρόμος που φωτίζεται οδηγεί στη μάνα μου. Στην τεράστια στοργή και αγάπη που μου έδωσε, αλλά μέσα στο κουκούλι που μου πρόσφερε αδυνατούσα να βρω τον εαυτό μου. Πέρα από γιος της δεν ήμουν κάτι άλλο. Και αν δεν ήμουν κάτι άλλο, πως στην ευχή θα είχα τη σιγουριά για το τι θέλω, πως το θέλω, αν το θέλω. «Μαμά, είμαι έτοιμος να κάνω σεξ;»

Μου πήρε πολύ καιρό να αισθανθώ άνετα με αυτό το κομμάτι μου. Για να τα καταφέρω χρειάστηκε να βγω από ένα ακόμα κουκούλι, πέρα από ‘κείνο της μάνας μου. Εκείνο, μέσα από το οποίο αισθανόμουν τον εαυτό μου αποκλειστικά και μόνο ως άνθρωπο των μεγάλων σχέσεων. Ήταν ο τρόπος μέσα από τον οποίο ήξερα πως να συσχετιστώ ερωτικά με το άλλο φύλο. Ήταν εκείνο που μου έδινε σιγουριά, σε ένα κατά τ’ άλλα ιδιαίτερα αφιλόξενο και επικίνδυνο σύμπαν. Μέσα από τις σχέσεις μου, έπαιρνα την ερωτική επιβεβαίωση που τόσο είχα ανάγκη, δεν ήμουν μόνος μου, ήμουν συμμέτοχος και ενεργός, άρα ζωντανός, άρα ορατός, άρα ήσυχος.

Ήμουν όμως; Μάλλον περισσότερο ανήσυχος θα έλεγα ότι ήμουν. Σαν κάτι να έκρυβα ή καλύτερα σαν να κρυβόμουν από τον ίδιο μου τον εαυτό. Πηγή η ίδια εκείνη αμφιβολία και ανησυχία ότι σε αυτή μου την αλληλεπίδραση με τις γυναίκες δεν είμαι απελευθερωμένος πραγματικά, δεν είμαι πραγματικά εγώ, αλλά μπαίνω σε ένα κουτάκι, γιατί μόνο έτσι μπορώ να υπηρετήσω αυτή μου την ανάγκη. Και η αμφιβολία αυτή έσκαγε με μια νέα μορφή, όχι πια μέσα από τη ρετσινιά του παρθένου αλλά μέσα από την ανησυχία ότι έχω πάει με λίγες (θυμάμαι πριν λίγα χρόνια, μια φίλη κοπέλας που γούσταρα να με ρωτάει απροκάλυπτα «με πόσες έχεις παει;» κι εγώ να της απαντάω παγωμένα, λες και κρεμότανε η ίδια μου η ύπαρξη από αυτό: «μονοψήφιο είναι το νούμερο» – ξεκάθαρα βλαμμένη η τύπισσα, αλλά ξεκάθαρα χαμένος κι εγώ που δεν το είδα πιο ανάλαφρα).

Αναγνωρίζω ότι αυτή η προσέγγιση της σεξουαλικής ζωής μου είναι μονοδιάστατη, απλουστευτική, απολύτως ορθόδοξα πατριαρχική, αλλά ήταν και είναι κομμάτι μου. Ήταν ένας τεράστιος φόβος μου ότι αν καταλήξω να έχω απωθημένα στη ζωή μου θα ήταν αυτό: ότι έχω πάει με λίγες. Γιατί όμως ρε γαμώτο; Γιατί;

Αισθάνομαι ότι στον πυρήνα του αυτός ο φόβος έχει πάλι αυτήν τη υφή του «είμαι απ’ έξω», «είμαι αόρατος», «δεν είμαι αρκετός». Αυτήν την ανάγκη επιβεβαίωσης της σεξουαλικότητάς μου, που χτυπάει στα μηνίγγια της ταυτότητάς μου. Αυτήν την αυτόματη σύγκριση με τον κόσμο γύρω μου, που ελλείψει άλλου προσανατολισμού καταλήγει να γίνεται βασική πυξίδα.

«Είναι σωστό, δεν είναι σωστό;»

«Γαμημένα δεν ξέρω, αλλά αισθάνομαι άσχημα και πρέπει να το αντιμετωπίσω, εντάξει;»

Για να βρω εμένα, έπρεπε να απομακρυνθώ από αυτό που γνώριζα καλά, έπρεπε να μείνω μόνος μου, να βγω από το comfort zone μου, να πειραματιστώ με γυναίκες, να αποκτήσω κι άλλες εμπειρίες. Κοιτώντας προς τα πίσω καταλαβαίνω ότι το είχα ανάγκη. Όχι ότι τώρα είμαι πύργος ερωτικής αυτοπεποίθησης αλλά τουλάχιστον ξέρω που βρίσκομαι, μου είμαι χειροπιαστός, υπαρκτός, αρκετός. Σίγουρα ακόμα αναμετριέμαι με τα πατριαρχικά πρότυπα μέσα μου και για το συγκεκριμένο θέμα ομολογώ ότι δεν έχω ξεκάθαρη απάντηση (παίζει τελικά ρόλο το νούμερο;), ωστόσο αυτό που αναδεικνύεται πάνω απ’ όλα είναι η ανάγκη μου να με βρω, η διάθεση μου να το ψάξω και μέσα απ’ όλο αυτό να ανασηκώσω τους ώμους, να χαμογελάσω και να πω «είμαι εγώ, είμαι πέρα από τα πρότυπα, είμαι ένα ωραίο περήφανο αρρενωτίποτα».

#thelamemale #arrenotipota #MeTooGR

Νερράτζι

ΥΓ. έκανα μια αρκετά ενδελεχή αναζήτηση μελετών για το θέμα της «παρθενιάς» μέσα από ένα φεμινιστικό/έμφυλο πρίσμα αλλά και γενικότερα. Βρήκα εντυπωσιακά λίγο περιεχόμενο. Αρκετό εξετάζει το θέμα μέσα από μια πιο θρησκευτική σκοπιά. Γενικά φαίνεται η συζήτηση να καθορίζεται ακόμα από ένα συντηρητικό πλαίσιο. Αν κάποιο/α/ος γνωρίζει ωραία πηγή ας μου στείλει παρακαλώ!

Η βιβλιογραφία που κατάφερα να εντοπίσω έχει τρεις βασικές πτυχές που παραθέτω εδώ (μετάφραση δική μου):

  1. η παρθενιά είναι ένας κοινωνικά κατασκευασμένος όρος, με την κοινωνία να είναι αυτή που του προσδίδει συγκεκριμένη αξία. Το «έχασα την παρθενιά μου» υποδηλώνει ακριβώς αυτήν την αξία. Όπως λέει βέβαια η Carpenter (2005), αυτό δεν ισχύει πάντα. Σύμφωνα με αυτήν λοιπόν, η παρθενιά μπορεί να προσεγγίζεται ως μια προσφορά/ένα δώρο που έχει αξία, ένα βάρος το οποίο ο/η/το κάτοχος του πρέπει να ξεφορτωθεί ή ένα βήμα στην πορεία κάποιου ατόμου προς την ενηλικίωση.
  2. η αντιμετώπιση της παρθενιάς διαφέρει πολύ ανάλογα με την ταυτότητα του υποκειμένου. πχ. η αξία της παρθενιάς φαίνεται να είναι λιγότερο σημαντική για τα ΛΟΑΤΚΙ άτομα, συγκριτικά με την προσπάθεια τους να επικοινωνήσουν στον περίγυρο τη σεξουαλική τους προτίμηση («coming out»).
  3. η ίδια η έννοια της παρθενιάς ενώ είναι γαμημένα περίεργη και πολυποίκιλη καθορίζεται αποκλειστικά από το ετεροκανονικό πλαίσιο –> διείσδυση πέους σε κόλπο. Τι ισχύει για μη ετεροκανονικές περιπτώσεις όμως; Όταν συμβαίνει μεταξύ ανθρώπων ίδιου βιολογικού φύλου; Όταν δε συμβαίνει διείσδυση αλλά άλλα σεξουαλικά παιχνίδια;

κομμάτι των παραπάνω το μετέφρασα από εδώ: Frost A. 2019. Perceptions of Sex, Virginity, and Consent; Considering Gender, Sexuality and Alcohol Consumption. Texas University Thesis (πρόσβαση εδώ)

Σχολιάστε